Οι πρώτες μούμιες εμφανίστηκαν στην αρχαία Αίγυπτο 1.500 χρόνια νωρίτερα από ό,τι αρχικά πιστευόταν, όπως αποδεικνύουν τα νέα δεδομένα που ανακάλυψαν ερευνητές από τα πανεπιστήμια Γιορκ, Μακουάρι και Οξφόρδη.

Τα αποτελέσματα των ερευνών, που διήρκεσαν 11 χρόνια, αναγάγουν τις απαρχές αυτής της τόσο σημαντικής πλευράς στον πολιτισμό των αρχαίων Αιγυπτίων πολύ πιο πίσω, περισσότερο από μία χιλιετία.

Όπως αναφέρει άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.phys.org (με στοιχεία από τη διαδικτυακή επιστημονική εφημερίδα www.plosone.org ), οι παραδοσιακές θεωρίες γύρω από τη μουμιοποίηση υποδεικνύουν ότι στην αιγυπτιακή προϊστορία- Ύστερη Νεολιθική και προ-δυναστικές περιόδους, δηλαδή μεταξύ 4500 και 3100 π.Χ.- τα σώματα «αποξεραίνονταν» φυσικά μέσα από τη δράση της ζεστής, στεγνής άμμου της ερήμου.

Τα επιστημονικά δεδομένα για την αρχαιότερη χρήση ρητινών στην τεχνική μουμιοποίηση περιορίζονταν, μέχρι σήμερα, σε απομονωμένα περιστατικά κατά τη διάρκεια του Αρχαίου Βασιλείου (2200 π.Χ.), η δε χρήση τους γινόταν ακόμα πιο συχνή και εμφανής κατά τη διάρκεια του Μέσου Βασιλείου (2000-1600 π.Χ.).

Ωστόσο, η ερευνητική ομάδα από τα τρία πανεπιστήμια προσδιόρισε την παρουσία σύνθετων παραγόντων ταρίχευσης σε λινά περιτυλίγματα, που χρησιμοποιήθηκαν σε τάφους που ανήκουν σε ένα από τα πρωιμότερα νεκροταφεία της αρχαίας Αιγύπτου στη Mostagedda, στην περιοχή της ’νω Αιγύπτου.

«Το 2002 εξέτασα δείγματα ταφικών υφασμάτων από τα νεολιθικά νεκροταφεία Badari και Mostagedda της Αιγύπτου, τα οποία βρίσκονταν σε διάφορα μουσεία στη Βρετανία από τη δεκαετία του '30.

Η μικροσκοπική ανάλυσή τους έδειξε την πιθανή χρήση ρητινών, κάτι που δεν μπορούσα να αποδείξω, ή να καταδείξω την πλήρη σημασία τους, χωρίς τη βοήθεια των συναδέλφων μου στο Γιορκ, που διαθέτουν μοναδικές γνώσεις ως προς τις αρχαίες οργανικές ενώσεις» δήλωσε στον ξένο Τύπο ο Δρ. Τζάνα Τζόουνς από το πανεπιστήμιο Μακουάρι του Σίδνεϊ, επικεφαλής της έρευνας μαζί με τον Δρ. Στέφεν Μπάκλεϊ από το Πανεπιστήμιο Γιορκ.

Ο Δρ. Μπάκλεϊ χρησιμοποίησε έναν συνδυασμό σύγχρονων μεθόδων, όπως η αέρια χρωματογραφία- φασματογραφία μάζας και η θερμική εκρόφηση/πυρόλυση, για τον προσδιορισμό ουσιών, όπως η ρητίνη πεύκου, το εκχύλισμα ενός αρωματικού φυτού, ενός φυτικού ελαίου κ.α., που χρησιμοποιήθηκαν στο ταφικό περιτύλιγμα.

«Οι αντιβακτηριακές ιδιότητες ορισμένων από αυτά τα συστατικά και η εντοπισμένη διατήρηση κάποιων μαλακών ιστών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τις απαρχές ενός πειραματισμού που θα εξελισσόταν στην πρακτική της μουμιοποίησης της φαραωνικής περιόδου» αναφέρει ο Δρ. Μπάκλεϊ, ο οποίος που σχεδίασε την πειραματική έρευνα και διεξήγαγε τις χημικές αναλύσεις.

Τέλος, ο καθηγητής Τόμας Χάιαμ από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, υπεύθυνος για τη χρονολόγηση των ταφών, επεσήμανε τα πλεονεκτήματα του αρχαιολογικού υλικού που κρύβουν τα μουσεία.

«Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες που κρύβει το αρχαιολογικό υλικό στις μουσειακές συλλογές, το οποίο επιτρέπει στους ερευνητές να "ξεθάψουν" νέες πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν. Τα σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν βοήθησαν το έργο μας να "φωτίσει" μία βασική πτυχή της πρώιμης ιστορίας της Αρχαίας Αιγύπτου» σημείωσε.