Σε έναν µήνα και δύο εβδοµάδες από σήµερα οι Τούρκοι ψηφίζουν στις πιο κρίσιµες εκλογές για το µέλλον της χώρας τους εδώ και δεκαετίες.

Επειτα από µία θητεία 20 χρόνων, ο Ερντογάν -που έχει κερδίσει µέχρι σήµερα δύο προεδρικές αναµετρήσεις, τρία δηµοψηφίσµατα για την τροποποίηση του Συντάγµατος και πέντε βουλευτικές εκλογές- έχει απολέσει σηµαντικό µέρος της πρωτοκαθεδρίας του, µε φόντο τον φονικό σεισµό του Φεβρουαρίου και την οικονοµική κρίση, στην οποία ο ίδιος εν πολλοίς βύθισε τη χώρα. Πλέον, ακόµα και οι υποστηρικτές του Τούρκου προέδρου αναγνωρίζουν ότι έχει χάσει την αύρα του νικητή, ενώ δύσκολα θα «πιάσει» το 50%, σύµφωνα µε νέες δηµοσκοπήσεις που διεξάγονται ενόψει των εκλογών της 14ης Μαΐου. Από την άλλη πλευρά, ο Κεµάλ Κιλιτσντάρογλου, ο κοινός υποψήφιος της αντιπολιτευόµενης Εθνικής Συµµαχίας, φαίνεται ότι πιθανότατα θα κερδίσει τις εκλογές, διασφαλίζοντας το 50% στον πρώτο γύρο. Ο µέσος όρος τουλάχιστον έντεκα δηµοσκοπήσεων που έχουν διεξαχθεί µέχρι στιγµής δείχνει ότι ο Ερντογάν κινδυνεύει µε ήττα, τίποτα ωστόσο δεν είναι ακόµη οριστικό και σαφές αυτή τη στιγµή.

Ο έλεγχος του «Σουλτάνου» στους κρατικούς θεσµούς

Κι ενώ πολλοί Τούρκοι οραµατίζονται ένα µέλλον χωρίς τον «Σουλτάνο», ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί αµαχητί από την εξουσία, ό,τι κι αν σηµαίνει αυτό.

Σε πείσµα των προεκλογικών δηµοσκοπήσεων, ο Τούρκος πρόεδρος δεν είναι σε καµία περίπτωση εύκολος στόχος, σηµειώνει ο δηµοσιογράφος και αναλυτής Χαµντί Φιράτ Μπουγιούκ. Κατά τη διάρκεια των δύο δεκαετιών του στην εξουσία, ο Ερντογάν επέβαλε σχεδόν απόλυτο έλεγχο στους κρατικούς θεσµούς. Ατοµα που διατηρούν δεσµούς µε τον ίδιο και το κόµµα του τοποθετούνται συστηµατικά σε θέσεις εξουσίας στο δικαστικό σώµα, στην Αστυνοµία, στον Στρατό και σε άλλους κρατικούς θεσµούς, ενώ το σύστηµα Ερντογάν ελέγχει όλα τα οικονοµικά µέσα του κράτους. Μόνο η ∆ιεύθυνση Επικοινωνιών της τουρκικής προεδρίας έχει δαπανήσει περίπου 11,3 εκατοµµύρια ευρώ τους πρώτους δύο µήνες του 2023, αύξηση 274% σε σχέση µε την ίδια περίοδο του 2022. Στην πραγµατικότητα, η ∆ιεύθυνση Επικοινωνιών είναι το εργαλείο του Τούρκου προέδρου για προπαγάνδα και άσκηση πίεσης σε ό,τι έχει αποµείνει από τα τουρκικά Μέσα Ενηµέρωσης, καθώς περισσότερο από το 90% εξ αυτών ανήκει ή ελέγχεται από την κυβέρνηση. Το κυβερνών ΑΚΡ έχει επίσης δηµιουργήσει έναν µηχανισµό ελέγχου στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης µε δρακόντειους νόµους και κανονισµούς.

Εχει ισχυρή βάση ψηφοφόρων (περίπου 30%-35%) και γνωρίζει πολύ καλά το προφίλ του εκλογικού του σώµατος, ενώ διαθέτει κάθε µέσο για να το διευρύνει

Αυξημένοι οι φόβοι νοθείας

Οι αυξηµένοι φόβοι, τέλος, για µια πιθανή εκλογική νοθεία δεν είναι αβάσιµη υστερία. Θα ήταν αφελές να πιστέψουµε ότι δεν θα υπάρξουν απόπειρες νοθείας, λαµβάνοντας υπόψη το ιστορικό κακόβουλης δράσης στην εποχή του Ερντογάν. Ο,τι κι αν λένε οι δηµοσκοπήσεις, ο Ερντογάν έχει ισχυρή βάση ψηφοφόρων (περίπου 30%- 35%) και γνωρίζει πολύ καλά το προφίλ του εκλογικού του σώµατος, ενώ διαθέτει κάθε µέσο για να το διευρύνει. Η αντιπολίτευση παραµένει ποικιλόµορφη και έχει λιγότερη εµπειρία στη συνεργασία. Και µόνο η συµφωνία για κοινό υποψήφιο κινδύνεψε να τερµατίσει τη συµµαχία της µόλις πριν από δύο εβδοµάδες, ένδειξη ότι δεν είναι όλα τόσο ρόδινα όσο θα πίστευε κανείς.

Ο Ερντογάν το γνωρίζει επίσης και θα προσπαθήσει να χειραγωγήσει τις διαφορές των κοµµάτων της αντιπολίτευσης, ειδικά όσον αφορά το κουρδικό ζήτηµα και τη σχέση µε το φιλοκουρδικό HDP. Γιατί, ακόµα κι αν κερδίσει ο Κιλιτσντάρογλου, θα έχει πραγµατικά κερδίσει µόνο όταν ο Ερντογάν παραδεχτεί την ήττα του. Και όλα δείχνουν ότι, ακόµα και αν η χώρα δείχνει ότι διψάει για αλλαγή, ο ίδιος δύσκολα θα εγκαταλείψει την εξουσία χωρίς να παίξει όλα τα χαρτιά του. Και έχει ακόµη πολλούς άσους στο µανίκι του.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» 1/4/23.