Με την ισοτιμία της τουρκικής λίρας έναντι των ξένων νομισμάτων να καταβαραθρώνεται και την τιμή του χρυσού να «χτυπάει» ιστορικά υψηλά, ο νέος «τσάρος» της τουρκικής οικονομίας προανήγγειλε επιστροφή σε πιο «ορθόδοξες» οικονομικές πολιτικές.

Αυτό επί της ουσίας σηματοδοτεί αλλαγή πορείας από τις αμφιλεγόμενες συνταγές Ερντογάν και ήταν ο όρος που έθεσε ο Μεχμέτ Σιμσέκ για να αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών.

«Η Τουρκία δεν έχει άλλη επιλογή από την επιστροφή σε μια ορθολογική βάση», δήλωσε ο ίδιος, συνοψίζοντας την πολιτική του σε τρεις λέξεις: Προβλεψιμότητα, διαφάνεια και συμμόρφωση προς τους διεθνείς κανόνες. Σε ποιον βαθμό ο Τούρκος πρόεδρος θα το επιτρέψει είναι ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί.

Οι οικονομικοί δείκτες πάντως δείχνουν μονόδρομο: Το βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος είναι 196 δισ. δολάρια, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ίσως φτάσει στο τέλος του χρόνου τα 100 δισ. δολάρια, ενώ προκύπτει ανάγκη για εξωτερικό δανεισμό άνω των 300 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τους «Financial Times», σήμερα λιγότερο από το 1% του δημόσιου χρέους κατέχεται από ξένους και ο δανεισμός του Δημοσίου είναι εσωτερικός.



Ο τρέχων πληθωρισμός έπεσε κάτω από το 40%, έπειτα από πολλούς μήνες, όμως το μέσο ποσοστό του πληθωρισμού το 2022 ήταν 72,3%, έναντι 19,6% το 2021, εξανεμίζοντας εισοδήματα. Προεκλογικά ο Ερντογάν ξεκαθάριζε ότι δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει την πολιτική χαμηλών επιτοκίων, πιστεύοντας ότι το φτηνό χρήμα ενθαρρύνει την ανάπτυξη και σε βάθος χρόνου θα λυθεί το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού που προκαλεί η πολιτική αυτή. Υποστηρίζει ένθερμα ότι «ο τόκος είναι η αιτία και ο πληθωρισμός το αποτέλεσμά του».

Ετσι μείωσε τα επιτόκια στο 8,5%, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια συναλλαγματικές κρίσεις και να αυξηθεί ο επίσημος πληθωρισμός στο 85%. Την επομένη των εκλογών ξεκίνησε η αναμενόμενη εν πολλοίς κατρακύλα της ισοτιμίας της λίρας έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Στα μέσα της εβδομάδας η τιμή του δολαρίου φλέρταρε στην επίσημη αγορά με τις 24 τουρκικές λίρες, η οποία από την αρχή του χρόνου έχασε περίπου το 20% της αξίας της.

Η άνοδος της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι σημάδι ότι η νέα οικονομική διακυβέρνηση έχει εγκαταλείψει τις «δαπανηρές παρεμβάσεις». Εκτιμάται ότι οι δημόσιες τράπεζες σταμάτησαν πλέον τις πωλήσεις συναλλάγματος, όπως έκαναν για να υπερασπιστούν τεχνητά την τουρκική λίρα, για προφανείς προεκλογικές σκοπιμότητες. Λίγο πριν από τον δεύτερο γύρο των εκλογών είχαν, εξάλλου, εξαντληθεί τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας.



Άμεσος στόχος του νέου οικονομικού επιτελείου είναι να σταθεροποιηθεί η οικονομία στους πραγματικούς της δείκτες, με μια νομισματική πολιτική που θα ισορροπήσει την ισοτιμία της τουρκικής λίρας στην πραγματική της αξία, ώστε να στηριχτούν η παραγωγή και οι εξαγωγές και να γίνει η Τουρκία ένα «Ελ Ντοράντο» για τις ξένες επενδύσεις, ειδικά τα «παρθένα» σε επενδύσεις ανατολικά τμήματα της χώρας, όπου τα επόμενα χρόνια αναμένεται επιπλέον ένας οργασμός ανοικοδόμησης μετά και τις καταστροφές που προκάλεσαν οι πρόσφατοι σεισμοί.

Πρώην επικεφαλής της ΜΙΤ

Ο Χακάν Φιντάν, πρώην επικεφαλής της Τουρκικής Εθνικής Οργάνωσης Πληροφοριών (ΜΙΤ), διορίστηκε νέος υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας. Αυτή η αλλαγή δεν είναι απλώς ένας γραφειοκρατικός ανασχηματισμός. Είναι ένα σημειολογικό κάλεσμα προς κάθε εξωτερικό ενδιαφερόμενο, από τις ΗΠΑ μέχρι την Ευρωπαϊκή Ενωση, από τη Ρωσία έως τη δαιδαλώδη πολιτική της Μέσης Ανατολής και, φυσικά, προς την Ελλάδα.

Ο Φιντάν κατά τη διάρκεια της καριέρας του έδωσε σημασία σε αυτό που ονομάζεται «υπερπόντιες επιχειρήσεις». Η τουρκική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίστηκε από τις ενέργειες της χώρας πέρα από τα σύνορά της. Η ΜΙΤ επί διοικήσεως του Φιντάν έκανε τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Δολοφονίες, δολιοφθορές, βιομηχανικά ατυχήματα, υποστήριξη μαχητών της ελευθερίας, επαναστατικών οργανώσεων κ.ά. Σε αυτές τις επιχειρήσεις υπογραμμιζόταν πάντα η σημασία του «αόρατου χεριού» που καθοδηγεί τις παγκόσμιες ενέργειες της Τουρκίας, της ΜΙΤ.



Ο Φιντάν, με τις εκτεταμένες διεθνείς διασυνδέσεις του και την τεράστια χρηματοδότηση (υπολογίζεται ότι οι φανεροί και οι κρυφοί πόροι συνολικά φθάνουν τα 11 δισ. δολ. ετησίως), ξεχώρισε ως ο πρωταρχικός σχεδιαστής της στρατηγικής κατεύθυνσης της Τουρκίας στην προσπάθεια ανάδειξής της ως περιφερειακής υπερδύναμης. Ως εκ τούτου, η πρόσφατη πρόοδός του δεν αποτελεί έκπληξη, αλλά μάλλον μια επικύρωση των ικανοτήτων του, την οποία αναγνωρίζουν όσοι έχουν «αλληλεπιδράσει» μαζί του.

Ο διορισμός του ως υπουργού Εξωτερικών δείχνει ότι ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θέλει ένα έμπειρο ηγετικό στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών για να ηγηθεί της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας εν μέσω του κλιμακούμενου πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας και των περίπλοκων προσεγγίσεων που φαίνεται ότι θα επιχειρήσει στη Μέση Ανατολή, από τη Συρία μέχρι το Ιράν και τον αραβικό κόσμο γενικότερα, στον οποίο ο Φιντάν έχει μεγάλη επιρροή. Η άνοδός του σε έναν ανώτερο πολιτικό ρόλο στη νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να ενισχύσει τις προοπτικές της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το PKK. Ο Φιντάν ήταν πάντα οπαδός της σκληρής γραμμής απέναντι στους Κούρδους.



Ως αρχηγός της Υπηρεσίας Πληροφοριών, ταξίδεψε εκτενώς στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη, την Αφρική και τη Ρωσία, αποκτώντας περισσότερη γνώση και επαφές. Ως υπουργός Εξωτερικών, το αποδεδειγμένο ιστορικό του και η εμπειρία του εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να εξομαλύνουν σε μεγάλο βαθμό τις εντάσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, από τη σύγκρουση Ρωσίας - Ουκρανίας έως τα συνεχιζόμενα προβλήματα μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ. Με τον Χακάν Φιντάν στο τιμόνι υπάρχει πιθανότητα το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας να ανακτήσει τον κεντρικό του ρόλο στην καθοδήγηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, μια λειτουργία που προηγουμένως ασκείτο κυρίως από την Προεδρία και τις υπηρεσίες ασφαλείας.

Η συνέργεια μεταξύ του προέδρου Ερντογάν και του Φιντάν αναπτύσσει πλέον ένα εντυπωσιακό χαρτοφυλάκιο εμπειρίας στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, που εκτείνεται σε διπλωματικό, πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο.

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 10 Ιουνίου 2023.