Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Antony Blinken επισκέφθηκε το Πεκίνο από τις 18 έως τις 19 Ιουνίου σε μια προσπάθεια να μειώσει τις εντάσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, να αποκαταστήσει τα κανάλια επικοινωνίας υψηλού επιπέδου και να σταθεροποιηθεί η κλυδωνιζόμενη διμερή τους σχέση.

Το ταξίδι του Blinken είναι το πρώτο για έναν υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ που ταξιδεύει στην Κίνα από το 2018. Είναι επίσης ο υψηλότερος Αμερικανός αξιωματούχος που την  επισκέπτεται από την ορκωμοσία του προέδρου Joe Biden τον Ιανουάριο του 2021.

Η επιδείνωση των σχέσεων

Ο Blinken σχεδίαζε αρχικά να επισκεφθεί το Πεκίνο τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, αλλά διέκοψε το ταξίδι αμέσως αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες εντόπισαν και κατέρριψαν ένα μετεωρολογικό μπαλόνι μεγάλου υψόμετρου που σύμφωνα με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκε για κατασκοπεία πάνω από τη Βόρεια Αμερική.

Στους μήνες που μεσολάβησαν μετά την κατάρριψη του Κινεζικού κατασκοπευτικού μπαλονιού, οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας επιδεινώθηκαν κατακόρυφα.

Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσαν την υποστήριξή τους προς την Ταιβάν, ενώ κατηγορούν το Πεκίνο ότι παράσχει στρατιωτική υποστήριξη στη Ρωσία βοηθώντας την στο πόλεμο στην Ουκρανία. Επίσης ότι ενίσχυσε την κινεζική βάση κατασκοπείας στην Κούβα για να υποκλέψει και να κρυφακούσει σήματα και επικοινωνιακά μηνύματα ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. 

«Ξεπάγωμα»

Αναγνωρίζοντας τους κινδύνους που συνοδεύουν την έλλειψη διαλόγου, η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδίωξε ένα «ξεπάγωμα» στις σχέσεις με το Πεκίνο.

Το Πεκίνο, ωστόσο, αντέδρασε, κατηγορώντας την Ουάσιγκτον ότι προωθεί μια διττή προσέγγιση, επιδίωξη διαλόγου για τη δημιουργία εντυπώσεων, με την Κίνα από τη μια πλευρά και περιορισμούς των νόμιμων στρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων της  από την άλλη. Το Κογκρέσο θεσπίζει περιορισμούς στο εμπόριο ημιαγωγών και κινητοποιεί συμμάχους σε όλη την Ευρώπη και τον Ειρηνικό εναντίον της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Η άφιξη Μπλίνκεν

Έτσι, με την άφιξη του Blinken στο Πεκίνο, ο Πρόεδρος Xi ανέφερε ότι η διεθνής κοινότητα αναμένει από την Ουάσιγκτον και τον Blinken «να έχει πιο θετική συμβολή στη σταθεροποίηση των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ».

Ο υπουργός των ΗΠΑ και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήρισε τις συναντήσεις ως «ειλικρινείς, ουσιαστικές και εποικοδομητικές». Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας ανέφερε «ειλικρινείς, και εποικοδομητικές συνομιλίες σε βάθος για σημαντικά ζητήματα». Το Πεκίνο εξέφρασε επίσης την «ανάγκη να οικοδομήσει μια σταθερή, προβλέψιμη και ουσιαστική σχέση με τις ΗΠΑ».

Σε τομείς πιθανής συνεργασίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα υποσχέθηκαν να ενισχύσουν τις ανταλλαγές μεταξύ φοιτητών, ακαδημαϊκών ινστιτούτων  και επιχειρήσεων, καθώς και να αυξήσουν τις απευθείας πτήσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Βαθιές ρωγμές

Ωστόσο, για τους τομείς των διαφωνιών, οι ρωγμές είναι βαθιές. Το Πεκίνο έχει διαβεβαιώσει τον υπουργό ότι «δεν θα παράσχει στρατιωτική βοήθεια στη Ρωσία για χρήση στην Ουκρανία», ο Blinken  όμως εξέφρασε τις ανησυχίες του ότι κινεζικές εταιρείες παρέχουν τεχνολογία στη Μόσχα για την ενίσχυση της στρατιωτικής της ικανότητας.

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ενίσχυσαν τις προσπάθειες να απαγορεύσουν στην Κίνα την πρόσβαση σε προηγμένες και ευαίσθητες τεχνολογίες ζωτικής σημασίας στο στρατιωτικό και οικονομικό πεδίο, το Πεκίνο έχει επίσης προβεί  σε τιμωρητικές ενέργειες σε αμερικανικές και ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό του. Ο Blinken προσπάθησε να απορρίψει την κινεζική άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες στόχευαν στον οικονομικό περιορισμό της Κίνας.

Το στενό της Ταϊβάν παραμένει το σημείο πιθανής εμπλοκής για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Το Πεκίνο ισχυρίστηκε ότι η Ταιβάν είναι ο «πυρήνας των βασικών συμφερόντων της Κίνας», και  «δεν έχει περιθώρια για συμβιβασμούς ή παραχωρήσεις». Ο Blinken, ωστόσο, υπενθύμισε στο Πεκίνο «τη σημασία της διατήρησης της ειρήνης και της σταθερότητας στα στενά της Ταιβάν».

Δεν είναι σαφές εάν η διπλωματία υψηλού επιπέδου μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά την τροχιά των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, η οποία εξακολουθεί να στρέφεται προς έναν αυξανόμενο  ανταγωνισμό.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ήδη λάβει αυξανόμενες επικρίσεις από Ρεπουμπλικάνους του Κογκρέσου για την αργή πορεία της παράδοσης όπλων στην Ταϊβάν και τις άκαρπες  έρευνες για το περιστατικό με το κατασκοπευτικό αερόστατο τον Φεβρουάριο και την προέλευση του COVID-19. Ενώ αποκάλεσε τον Προέδρο Σι «δικτάτορα» που κινείται στο σκοτάδι σχεδιάζει να συναντηθεί ξανά με τον Κινέζο ομόλογό του για να μιλήσει για τις «νόμιμες διαφορές» τους και τους τομείς στους οποίους μπορούν να συνεννοηθούν.

Τον Νοέμβριο του 2024, έτος εκλογών, ο έντονος ανταγωνισμός του Μπάιντεν με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας  μπορεί να μην είναι επαρκής για να ικανοποιήσει τα αυξανόμενα εγχώρια και δικομματικά αντικινεζικά αισθήματα για να εξασφαλίσει την επανεκλογή του. Ένας πιο επιθετικός Λευκός Οίκος όμως θα εκτροχιάσει το modus vivendi μεταξύ των δυο χωρών για το οποίο ο Blinken έχει εργαστεί τόσο σκληρά να επιτύχει.