Η υποστήριξη προς την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος αυξήθηκε μετά τα αεροπορικά πλήγματα που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ και ο αριθμός των μαχητών της έχει αυξηθεί, δήλωσαν σήμερα ενώπιον του Κογκρέσου ο διευθυντής του FBI και ο επικεφαλής της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας.

Το Ισλαμικό Κράτος «επιθυμεί να προκαλέσει φόβο και να προσελκύσει μαχητές» και να τραβήξει την προσοχή της κοινής γνώμης, όπως φαίνεται από τον τρόπο που χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από τα βίντεο που έδωσε στη δημοσιότητα με τους αποκεφαλισμούς των Αμερικανών δημοσιογράφων Τζέιμς Φόλεϊ και Στίβεν Σότλοφ, δήλωσε ο διευθυντής του FBI Τζέιμς Κόμεϊ.

«Η εκτεταμένη χρήση από το ΙΚ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η αυξανόμενη διαδικτυακή υποστήριξη (της οργάνωσης) ενισχύθηκαν μετά την έναρξη των αμερικανικών πληγμάτων στο Ιράκ», πρόσθεσε ο Κόμεϊ σε ομιλία του ενώπιον της επιτροπής Εσωτερικής Ασφάλειας της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Ο αριθμός των μαχητών του ΙΚ στη Συρία και το Ιράκ κυμαίνεται από 20.000 ως 31.000 άνδρες, διευκρίνισε από την πλευρά του ο Μάθιου Όλσεν διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Αντιτρομοκρατίας των ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας ότι ο αριθμός αυτός παρουσιάζει «αύξηση», κυρίως μετά τις αεροπορικές επιδρομές.

Μετά τον αποκεφαλισμό των δύο αμερικανών ομήρων και ενός ακόμη Βρετανού, ο Κόμεϊ εκτίμησε ότι «το ΙΚ και άλλες ξένες τρομοκρατικές οργανώσεις ενδέχεται να προσπαθήσουν να αιχμαλωτίσουν και άλλους αμερικανούς ομήρους για να αναγκάσουν την αμερικανική κυβέρνηση να κάνει υποχωρήσεις οι οποίες το μόνο που θα κάνουν είναι να ενισχύσουν το ΙΚ και τις μελλοντικές τρομοκρατικές του επιχειρήσεις».

Οι ΗΠΑ και η Βρετανία αρνούνται να πληρώσουν λύτρα για την απελευθέρωση ομήρων.

Το ΙΚ εκτιμάται ότι κερδίζει 1 εκατομμύριο δολάρια ημερησίως από την πώληση πετρελαίου στη μαύρη αγορά, το λαθρεμπόριο, τις ληστείες και τα λύτρα για την απελευθέρωση ομήρων, σύμφωνα με τον Όλσεν.

Πάντως οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών δεν διαθέτουν «καμία πληροφορία ότι το ΙΚ προετοιμάζει μια επίθεση εναντίον των ΗΠΑ», υπογράμμισε ο Όλσεν.

Ο ίδιος σημείωσε ότι η Συρία παραμένει ο κύριος τόπος εκπαίδευσης ανεξάρτητων οργανώσεων ή οργανώσεων που συνδέονται με την αλ Κάιντα.

«Ο ρυθμός με τον οποίο φτάνουν επίδοξοι μαχητές στη Συρία ξεπερνά τον ρυθμό αυτών που πήγαν στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Ιράκ, την Υεμένη ή τη Σομαλία οποιαδήποτε στιγμή τα τελευταία 10 χρόνια», είπε χαρακτηριστικά.

Οι αξιωματούχοι των υπηρεσιών ασφαλείας των ΗΠΑ αναφέρθηκαν επίσης στις απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα από διάφορες ακραίες οργανώσεις από όλο τον κόσμο, περιλαμβανομένων διάφορων παρακλαδιών της αλ Κάιντα, και επεσήμαναν ότι εξακολουθούν να επικεντρώνονται στην ασφάλεια των αερομεταφορών που αποτελεί ένας βασικός στόχος επιθέσεων.

Παρόλα αυτά ο Όλσεν υπογράμμισε ότι «οι ντόπιοι, βίαιοι εξτρεμιστές παραμένουν η πιο πιθανή άμεση απειλή για την πατρίδα».

Εξάλλου και ο υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας Τζε Τζόνσον εκτίμησε ότι οι ντόπιοι εξτρεμιστές, ή οι «μοναχικοί λύκοι», είναι η απειλή που μπορεί να εντοπιστεί πιο δύσκολα αλλά και αυτή για την οποία ανησυχεί περισσότερο.