Ο Μόρρισον πέθανε στο Παρίσι κάτω από αδιευκρίνιστες και περίεργες συνθήκες. Λόγω κάποιου μείγματος αλκοόλ, από χρήση ηρωίνης, από μια αναπνευστική λοίμωξη ίσως από  μιας γενική (ίσως και μελετημένη) απροσεξία.

Ωστόσο, η επαναστατική του σταδιοδρομία ως μια σύγχρονη διονυσιακή προβολή στον  δυτικό κόσμο φαίνεται αμετάβλητη. Από το μεταθανάτιο άλμπουμ An American Prayer (1978) και το soundtrack των Doors στο Apocalypse Now (1979) του Francis Ford Coppola, μέχρι τη δημοσίευση διαφόρων γραπτών του και την βιογραφική ταινία του Oliver Stone, The Doors, το 1991 η σκιά του Μόρρισον έχει βρει τρόπο να κατοικήσει παντού.  Τι εξηγεί μια τόσο ακμάζουσα μεταθανάτια ζωή; Γιατί υπάρχει  ένα τέτοιο φωτοστέφανο γύρω του; Πώς ταιριάζει αυτός ο λευκός νότιος τζέντλεμαν με τον αχαλίνωτο σάμανο που παραθέτει καταραμένους ποιητές στην μουσική σκηνή του 60  στο σημερινό πολιτιστικό τοπίο;

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του

Γεννημένος τον Δεκέμβριο του 1943, ο νεαρός Τζέιμς Ντάγκλας Μόρρισον ήταν γιος ενός Ναυάρχου του Αμερικανικού  Πολεμικού Ναυτικού που κληροδότησε στον πρωτότοκο γιο του το μεσαίο όνομα του  προς τιμήν του στρατηγού Ντάγκλας Μακ Άρθουρ. Διαρκώς μετακινούμενος από βάση σε βάση με την οικογένειά του, χωρίς σταθερή εστία και  φίλους, ο νεαρός Τζέιμς στράφηκε στα βιβλία και τη μουσική για να σφυρηλατήσει την έλλειψη συντροφικότητας.

Σε αντίθεση με συνομήλικους του εφήβους της Αμερικής που ασχολούνταν με τα αμάξια, τα αθλήματα και αργότερα την flower power culture, ο Μόρρισον μελετά βαθιά και με πάθος. Από τους Αρχαίους Έλληνες Συγγραφείς μέχρι τους υπαρξιστές και τους συγχρόνους του Beatniks (Kerouac Ginsberg). Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τους καταραμένους  ποιητές, και τους  ελληνικούς μύθους. Ο ντροπαλός, απότομος, βιβλιομανής Τζέιμς με IQ 150 έγινε σιγά σιγά ο χαρισματικός Τζιμ, ένας συνδυασμός  Ρεμπώ και Μπωντλαίρ, αμερικανικού μπλουζ και σαμανισμού των ιθαγενών της Αμερικής. Τέτοιοι δανεισμοί είναι πιθανό να επιδοκιμάζονται αυτές τις μέρες για υπερβολική ιδιοποίηση άλλων πολιτισμών.

Aλλά εκείνη την εποχή, είχε να κάνει με το προνόμιο να δοκιμάζει κανείς ουσιαστικά τα πάντα, στην προσπάθεια να ανακαλύψει τον εαυτό του, πάρα με την σημερινή κοινοτυπία οικειοποίησης οτιδήποτε παράξενου με μόνο σκοπό τον διαχωρισμό από το σωρό. Ο Μόρρισον άνοιξε μια πόρτα σε ένα χώρο που δεν υπήρχε μέχρι τότε: έναν υπέροχο σχεδόν παιδιάστικο  ευρωπαϊκό ρομαντισμό μεταφυτευμένο στην αμερικανική δύση, στην απεραντότητα και την σκληράδα του αμερικανικού τοπίου και στην σαμανιστή τελετουργία των Αμερικάνων Ιθαγενών.

Ο ιδρυτικός μύθος της σύντομης, έντονης ζωής του Morrison συνέβη όταν ήταν παιδί. Το 1947, ο τετράχρονος Μόρρισον ήταν σε ένα οικογενειακό οδικό ταξίδι κάπου στην έρημο μεταξύ Αλμπουκέρκης και Σάντα Φε, όταν έγινε μάρτυρας  ενός φρικτού τροχαίου, στο οποίο εμπλεκόταν ένα φορτηγό Ινδιάνων. Ισχυρίστηκε ότι ένιωσε το πνεύμα ενός από τους νεκρούς Ινδιάνους να μπαίνει μέσα του καθώς τα σύννεφα της καταιγίδας ξεδιπλώνονταν στον ουρανό:

«Indians scattered on dawn's highway bleeding'

Ghosts crowd the young child's fragile eggshell mind».

Αυτή η σκηνή περιέχει όλα τα στοιχεία στα οποία θα επέστρεφε αργότερα στο τραγούδι, την ποίηση και την μουσική. Ένα αυτοκίνητο σε κίνηση.  Αίμα, άμμος και θάνατος. Ψίθυροι φαντασμάτων και γιγάντιοι ουρανοί. Εδώ είναι μια οριακή σκηνή πιο αληθινή από την ευγενική κοινωνία στην οποία μεγαλώνει. Ένα αρχέγονο τοπίο, ένα τοπίο βγαλμένο από τις ταινίες γουέστερν  του John Ford: Αχανή τοπία τεράστιοι  ορίζοντες στους οποίους χάνεται το βλέμμα, το απορημένο βλέμμα ενός νέου  παιδιού, που ανακαλύπτει για πρώτη φορά τον θάνατο στην έρημο.

Ο Morrison ανέφερε ότι αυτό ήταν το  κορυφαίο γεγονός το οποίο καθόρισε την  υπόλοιπη ζωή του.

Δύσκολος, χαοτικός κόσμος

Από πολύ νωρίς, γίνεται σεναριογράφος, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής στη δική του ταινία. Όλα τα ποιήματα μετατρέπονται από τους υπολοίπους μουσικούς των Doors  σε μικρά κινηματογραφικά έργα. Εκεί ο Μόρρισον με την στεντόρεια φωνή του παρατηρεί από απόσταση τους ήρωες του να συνθλίβονται από την δίνη της ζωής. Άλλοτε τα καταφέρνουν άλλοτε όχι.

Ο κόσμος που δημιουργούν οι Doors, είναι ένας κόσμος δύσκολος χαοτικός όπου οι ήρωες αγωνίζονται να βρουν τον εαυτό τους και το νόημα της ύπαρξης. Πώς όμως θα συμβεί αυτό: Μα φυσικά μέσω της αποδοχής του μοιραίου του θανάτου. Ο θάνατος είναι το κυρίαρχο στοιχείο παντού. Ο Μόρρισον είναι  ο ζηλωτής και ο απελευθερωτής. Είναι αυτός που οδηγεί την κούρσα ενός ανθρώπου στην ζωή και στον θάνατο.  Είναι ο ενδιάμεσος, ο σαμάν των Apache, o Brujo  του Carlos Castaneda. 

Για τον Morrison οι Αμερικανοί Ιθαγενείς βρίσκονται πιο κοντά στην πρωταρχική εικόνα του ανθρώπου πιο ανοικτή στις φυσικές και πνευματικές διαδικασίες από ότι είναι σήμερα ο δυτικός άνθρωπος. Πολλοί μεταπολεμικοί καλλιτέχνες προσελκύσθηκαν από αυτό το ίδιο μισό πραγματικό μισό-μυθικό τοπίο: ο Malcolm Lowry, ο Jack Kerouac, ο Alejandro Jodorowsky ακόμα και ο Sam Peckinpah, μεταξύ άλλων. Ο ήρωας του Morrison, Antonin Artaud, συγκινήθηκε επίσης από την προοπτική των χορών έκστασης του Mescal ( η μεσκαλινη είναι ψυχοτροπικη ουσία παρόμοια με το LSD), και των τελετών του κάκτου πεγιότ που βρίσκεται σε όλες τις ινδιάνικες κοινωνίες των  περιοχών των Νοτιοδυτικών Πολιτειών.

Πώς θα μπορούσαν να αντιδράσουν τα πνεύματα των ιθαγενών της Αμερικής όμως  όταν συμμετάσχουν σε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς μια άλλη μορφή σόουμπιζ; Ο Μόρρισον όπως και οι υπόλοιποι Ντορς απείχαν από την κλισαρισμένη θεωρία κάνε ένα συγκρότημα, γράψε μερικές επιτυχίες πήγαινε τα καλά με την εταιρία σου  και γίνε εκατομμυριούχος. Η μόνη του περιουσία ήταν τα βιβλία του, η δερμάτινη τσάντα με τις σημειώσεις του, το δερμάτινο παντελόνι που κολλούσε πάνω του από τον ιδρώτα και το φθηνό δωμάτιο ενός μοτέλ.  

Καλλιτεχνική δημιουργία

Εδώ αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην μουσική σκηνή του ‘60 και αργότερα, το πρώτο μέλημα είναι η καλλιτεχνική δημιουργία και η εκφορά της προς το κοινό. Η συναυλία είναι μια μυστικιστική εμπειρία μια εκκλησιαστική σύναξη όπου καλείται ο θεός για την  απελευθέρωση της ψυχής του πιστού. Δεν είναι μια διασκεδαστική εμπειρία για να χαλαρώσεις αλλά αντίθετα πρόκειται κάτι που όπως έλεγε, «θα το πάρεις μαζί σου σπίτι σου, στο κρεβάτι σου, στα όνειρα σου, θα το μεταφέρεις και θα το συζητήσεις με τους φίλους σου». 

Οι πιο οξυδερκείς παρατηρητές του Μόρρισον καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει καμία απαραίτητη απόσταση μεταξύ των δύο άκρων: του κόσμου των ψυχοτρόπων  ναρκωτικών και του ελιτίστικου μυστικισμού. Σε αντίθεση με άλλους σύγχρονους της ροκ της δεκαετίας του 1960, ο Morrison δεν προσπάθησε να διατηρήσει  μια εικόνα  αδιατάρακτης ψυχραιμίας. Στις συναυλίες όταν δεν ήταν μεθυσμένος έμοιαζε περισσότερο με ένα  κλόουν παρά με ένα μελετημένο τραγουδιστή επαγγελματία.

Είναι δύσκολο δε να εντάξεις τον Μόρρισον στο κυρίαρχο ήθος των χίπηδων: δεν ταιριάζει πραγματικά με το είδος του ανθρώπου που κάνει παρέα με ζωγραφισμένα στο σώμα κορίτσια χίπις που χορεύουν και καπνίζουν μαριχουάνα  στο πάρκο. Έχει περισσότερα κοινά με έναν συγγραφέα όπως ο Oscar Wilde,  όπου ο πρωταγωνιστής του, Dorian Grey  διαπράττει διάφορα εγκλήματα ακολουθώντας μια ηδονιστική νοοτροπία. Όλα αυτά πλαισιώνονται από μια  κυριολεκτικά καινούργια  κουλτούρα παραισθησιογόνων ναρκωτικών.

Προσωπολατρεία

Ο Μόρρισον είναι μια από εκείνες τις φιγούρες που ενσαρκώνουν τις εντάσεις μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής:  Η ροκ άρχισε να μετατοπίζεται από μια επίδοξη ριζοσπαστική αντικουλτούρα σε μια  ελεγχόμενη σκηνή των μέσων ενημέρωσης, δισκογραφικών εταιριών  και διασημοτήτων που έχει εμμονή με τον εαυτό της. Ο Μόρρισον δεν είδε καμία αντίφαση στο να αναφέρει τον Καμύ και τον Νίτσε, ενώ ταυτόχρονε απεχθανόταν τους πολιτικούς. Ήταν  μεγαλόπρεπος και απόμακρος. Δεν ασχολούταν ούτε εντυπωσιαζόταν από το χρήμα. 

Σε ένα εκθαμβωτικό κλιπ του 1967 από το The Ed Sullivan Show, ο Morrison μοιάζει με ένα υπέρτατο ον από το βασίλειο των ξωτικών του Τόλκιν.  Σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες που παρουσιάστηκαν εκεί, αρνήθηκε να υποκύψει στις υποδείξεις του παρουσιαστή  να αλλάξει την λέξη higher, στο τραγούδι  Light my Fire. Είναι φανερό πως δεν κάνει υποχωρήσεις. 

Η απόκοσμη ομορφιά του κάνει ακόμη και τους The Rolling Stones να μοιάζουν με μοντέλα καταλόγου πλεκτών. Εκεί που ένας ερμηνευτής όπως ο Μικ Τζάγκερ είναι όλος χάρη και λάγνος, ο Μόρρισον  στέκεται ακίνητος  σοβαρός, ακλόνητος  σε έκσταση. Η σκηνική του παρουσία έμοιαζε με αυθόρμητη ιεροτελεστία, αλλά είχε τις ρίζες της στα μαθήματα που έκανε ο pre-Doors Morrison στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Άλλωστε ήτανε απόφοιτος της σχολής κινηματογράφου μαζί με τον οργανίστα των Ντορς Ray Manzarek στο  UCLA.  Ήξερε πώς να είναι να βρίσκεσαι στο επίκεντρο. Κατάλαβε τη δυναμική του να είσαι αντικείμενο μαζικής προσοχής. 

Ήξερε επίσης ότι ήταν φωτογενής, αλλά είχε μια αμφίθυμη σχέση με τον ορισμό  sex symbol. Το είδος του ανδρικού ερωτισμού του τείνει να κόβει την ανάσα τόσο στα μικρά κορίτσια όσο και στις γυναίκες παντός είδους  δημοσιογράφους και φωτογράφους, που διαμορφώνουν την εικόνα του. Αισθάνεται πλέον πολύ πιο έντονα το βάρος της δημοσιότητας  όσο και  την απήχηση των συναυλιών σαν ένα είδος freak show.  Αποφασίζει να αλλάξει.  Αφήνει μακριά γενειάδα σαν τους ορεσίβιους Αμερικάνους και αρχίζει πια να αγκαλιάζει με πάθος το αλκοόλ.. Καθώς ολοένα και περισσότερο επιδίδεται στο ποτό δεν άργησε να βαρεθεί από την μετάπτωση των  Doors την προσωπολατρία  και  ανακοινώνει το τέλος της ροκ.

Όλα κορυφώθηκαν με μια διαβόητα διαταραγμένη παράσταση στο Μαϊάμι τον Μάρτιο του 1969. Κατάφωρα μεθυσμένος, ο Morrison μόλις και μετά βίας προσπαθεί να ολοκληρώσει κάποιο τραγούδι, προτού επιστρέψει σε αυτό που είναι η πραγματική εικόνα της βραδιάς:  Χλευάζει το μπερδεμένο, τότε όλο και πιο δυσαρεστημένο κοινό του... «Γιατί είστε εδώ;  Περιμένετε να δείτε κάτι που δεν έχετε ξαναδεί πιο πριν;  Θέλετε αίμα, να γίνουμε Κολοσσαίο;». 

Η καταστροφή

Κατηγορήθηκε για άσεμνη συμπεριφορά και για επίδειξη των γεννητικών του οργάνων. Βέβαια πουθενά δεν βρέθηκε ούτε ένας μάρτυρας ούτε μια φωτογραφία που να πιστοποιεί το γεγονός.  Τα ζάρια όμως έχουν ριχθεί. Οι Doors και ο ίδιος είναι πολιτικοποιημένοι και η επίδραση τους  στην νεολαία είναι πολύ μεγάλη για να αφεθούν ήσυχοι.  Το μήνυμα εκτός από φιλοσοφικό είναι και πολιτικό. Δεν περιμένουμε  την αιώνια ζωή. «We want the World and we want it now! » Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα.   Στο Δικαστήριο του  Μαϊάμι κρίνεται ένοχος και απειλείται με φυλάκιση.  Όπως συμβαίνει με πολλά πράγματα στη ζωή του Μόρρισον, ήταν ταυτόχρονα θρίαμβος και καταστροφή. Ο θρίαμβος ήταν μεταφορικός. Η καταστροφή είχε συνέπειες που ήταν πολύ πραγματικές.

Το τελευταίο πράγμα που καταγράφηκε πριν από το θάνατό του ήταν το άλμπουμ «LA Woman».  Είναι ένα είδος χαρούμενης θρηνωδίας για το Λος Άντζελες. Πρόκειται για γνήσια λυρική ποίηση που συγχωνεύει τοπογραφία και γλώσσα, καθημερινότητα και αποκρυφισμό. Η θρυλική Καλιφόρνια του σερφ, της ηλιοφάνειας και των καφέ, αντικαθίσταται για μια ακόμη φορά από ένα  κόσμο αποσύνθεσης, φόνου, κοινωνικής ερημιάς, strip bars, και αποξένωσης. Ένα κόσμο που ταιριάζει με τα  γραπτά του Bukowski, του Nathanael West και του  John Rechy (του οποίου το "City of Night" γίνεται μια φράση που επαναλαμβάνει ο Morrison στο τραγούδι του τίτλου). 

Με το "Riders on the Storm",  το τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ κλείνει ο κύκλος της ηδονής, της αμαρτίας της απερίσκεπτης ελαφρότητας της ζωής και του αμερικανικού ονείρου. Όλα κινούνται σε gothic background, με την έντονη βροχή και τις αστραπές να στοιχειώνουν το ταξίδι,  υποδηλώνοντας κάποια επικείμενη απώλεια ή καταστροφή ακριβώς πάνω στις γραμμές του νυχτερινού αυτοκινητόδρομου. Αυτή η Καλιφόρνια δεν προκαλεί πλέον την υπόσχεση μιας Χρυσής Δύσης, αλλά ενός απειλητικού ερέβους.

Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του άλμπουμ L.A. Woman, ο Morrison μίλησε για «διακοπές» - από τι και για πόσο, δεν διευκρινίστηκε ποτέ.. Το Παρίσι ίσως είναι μια κάποια λύση.  Εκεί, αυτοεξόριστος από τον αμερικανικό του ορίζοντα, ρίχνεται πίσω στο δικό του εσωτερικό κόσμο. Προσπάθησε να σταματήσει να πίνει αλλά δεν μπορούσε. Η πάντα υποβόσκουσα κατάθλιψή του απέκτησε τώρα ένα αυτοκτονικό πλεονέκτημα ή απλώς άφησε έναν αυτοκτονικό τρόπο ζωής να πάρει τον δρόμο του και να προκαλέσει τον δικό του «τυχαίο» θάνατο.

To βράδυ 2 προς 3 Ιουλίου 1971 έπεσε σε κώμα σε μια επιχρυσωμένη μπανιέρα: Η απεραντοσύνη του αμερικανικού τοπίου συμπυκνώθηκε σε μέγεθος φερέτρου. Δεν πεθαίνει μέσα σε  έναν συννεφιασμένο αμερικανικό ουρανό, αλλά σε ένα μικρό, σκοτεινό ευρωπαϊκό δωμάτιο.  Δεν έχει σβήσει σε κάποια διονυσιακή πύρινη λαίλαπα, αλλά βυθίζεται στην εξαφάνιση.  Η σύντροφος του Pamela Courson εθισμένη χρόνια στην ηρωίνη δεν καταλαβαίνει τίποτε. Τον ανακαλύπτει το πρωί νεκρό στην μπανιέρα με το «πρόσωπο γαλήνιο για πρώτη φορά εδώ και χρόνια» όπως δήλωσε τότε. Πόσο απεριόριστα και ελεύθερα ήταν τελικά όλα; Η κραυγή του Μόρρισον δεν είναι μια ωδή χαρούμενης απελευθέρωσης αλλά ένα ουρλιαχτό πόνου. Πόνου που συνδέεται με την θνητότητα της ύπαρξης. Η μιας σκληρής απελευθέρωσης. Το μήνυμα πάντως μεταφέρεται ακέραιο ακόμα και μέσα από τον τάφο για τις επόμενες γενεές.

The Gate is straight deep and wide…

Break on Through to the other Side…….