Οι ''βόμβες'' του Ερντογάν στη Δύση - Τα ρωσικά όπλα, ο εκβιασμός με Σουηδία και η περίεργη σχέση μιας ΝΑΤΟϊκής χώρας με την Ουάσινγκτον
Ο Ερντογάν είδε το αποτυχημένο πραξικόπημα ως ευκαιρία για να τιμωρήσει πολιτικούς αντιπάλους και επικριτές
Όταν το 1952 η Τουρκία προσχώρησε στην Ατλαντική Συμμαχία, επικράτησε συγκρατημένη αισιοδοξία στην Ουάσινγκτον και την Ευρώπη. Οι ΗΠΑ υπερασπίζονταν μια ακόμα αδύναμη Δυτική Ευρώπη από τη σοβιετική απειλή. Κανείς δεν είχε την τάση να επικεντρωθεί στις δημοκρατικές αδυναμίες της Τουρκίας ή στα μεταγενέστερα στρατιωτικά της πραξικοπήματα.
Ωστόσο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το ΝΑΤΟ ώθησε βιαστικά την Ευρωπαϊκή Ένωση να ενσωματώσει τα συντρίμμια της σοβιετικής αυτοκρατορίας, διακηρύσσοντας την αποφασιστικότητα της συμμαχίας να προωθήσει τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις βασισμένες στις κοινές αξίες της ατομικής ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Εάν η Άγκυρα έκανε αίτηση για ένταξη σήμερα, θα απορριπτόταν κατηγορηματικά. Πριν από δύο δεκαετίες, η Τουρκία ήταν μια ψευδο-δημοκρατία, με τον στρατό να διασφαλίζει και να θέτει όρια στην πολιτική διακυβέρνηση. Κανένας πρωθυπουργός δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τον κεμαλικό εθνικισμό που συνδέεται με την ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Ωστόσο, ο Ερντογάν έσπασε την εξουσία του στρατού εγκαθιστώντας το ισλαμικό δίκαιο με κάθε τρόπο. Όση λίγη ανεξαρτησία απέμενε στις ένοπλες δυνάμεις εξαφανίστηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016.
Στις αρχές της συριακής σύγκρουσης, η Άγκυρα συνεργάστηκε με το Ισλαμικό Κράτος, επιτρέποντας στους μαχητές του να ταξιδεύουν μέσα και έξω από τη Συρία. Ωστόσο, το μεγαλύτερο ζήτημα για την Ουάσινγκτον είναι η μη σύγκλιση της Άγκυρας με το ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα συνεχίζει να εκβιάζει την Αμερική για την είσοδο της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα την αγορά των μαχητικών F-16. Βρίσκεται δε επί μακρόν σε «πόλεμο» ουσιαστικά με την Κύπρο, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τη χώρα μας, μέλος του ΝΑΤΟ. Το 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην πρώτη και δημιούργησε ένα εθνικό τουρκικό κράτος, την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, που αναγνωρίστηκε μόνο από την Άγκυρα. Πρόσφατα, η κυβέρνηση του Ερντογάν παρενέβη στην περιφερειακή ενεργειακή της ανάπτυξη, διεκδικώντας αυτούς τους πόρους για την ΤΔΒΚ. Επιπλέον, οι διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις δεν αποδέχονται την ελληνική κυριαρχία επί των ακριτικών νησιών και αμφισβητούν συστηματικά τον ελληνικό εναέριο χώρο πυροδοτώντας τακτικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις.
Η Αθήνα αφιερώνει μεγαλύτερο μερίδιο του ΑΕΠ της στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς από ό,τι ακόμη και η Αμερική, αλλά το κάνει για να αντιμετωπίσει τη σύμμαχο Τουρκία και όχι τη Ρωσία. Ο Ερντογάν έχει υιοθετήσει μια ακόμη πιο επιθετική, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική από αυτή των προκατόχων του. Η εξωτερική πολιτική του είναι εχθρική προς τη Δύση. Προωθεί αυτό που ονομάζει δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο ουσιαστικά αποσκοπεί στον έλεγχο των υδάτων της Κύπρου, της Αίγυπτου, της Ελλάδας και του Ισραήλ.
Επί χρόνια, η Ουάσινγκτον συσσωρεύει στρατιωτικούς συμμάχους όπως οι άνθρωποι προσθέτουν φίλους στο Facebook. Εάν η συμπεριφορά μιας χώρας αποκλίνει σημαντικά από τους στόχους της συμμαχίας, τα άλλα μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να εκδιώξουν αυτό το κράτος. Με την Τουρκία, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ πρέπει να κάνουν μια σοβαρή συζήτηση για το τι πρέπει να πράξουν όταν ένα μέλος είναι αναξιόπιστο. Τελικά, οι Τούρκοι μπορεί να είναι καλύτεροι φίλοι, αν οι ΗΠΑ δεν περιμένουν από αυτούς να είναι σύμμαχοι...
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 14/12
Ωστόσο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το ΝΑΤΟ ώθησε βιαστικά την Ευρωπαϊκή Ένωση να ενσωματώσει τα συντρίμμια της σοβιετικής αυτοκρατορίας, διακηρύσσοντας την αποφασιστικότητα της συμμαχίας να προωθήσει τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις βασισμένες στις κοινές αξίες της ατομικής ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Εάν η Άγκυρα έκανε αίτηση για ένταξη σήμερα, θα απορριπτόταν κατηγορηματικά. Πριν από δύο δεκαετίες, η Τουρκία ήταν μια ψευδο-δημοκρατία, με τον στρατό να διασφαλίζει και να θέτει όρια στην πολιτική διακυβέρνηση. Κανένας πρωθυπουργός δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τον κεμαλικό εθνικισμό που συνδέεται με την ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Ωστόσο, ο Ερντογάν έσπασε την εξουσία του στρατού εγκαθιστώντας το ισλαμικό δίκαιο με κάθε τρόπο. Όση λίγη ανεξαρτησία απέμενε στις ένοπλες δυνάμεις εξαφανίστηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016.
Το πραξικόπημα
Ο Ερντογάν είδε το αποτυχημένο πραξικόπημα ως ευκαιρία για να τιμωρήσει πολιτικούς αντιπάλους και επικριτές. Δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι απολύθηκαν, βασανίσθηκαν ή φυλακίστηκαν. Στον απόηχο του πραξικοπήματος, ο Ερντογάν μετέτρεψε την κυβέρνηση από κοινοβουλευτική σε προεδρική ενισχύοντας την εξουσία του. Στην Τουρκία, η πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ συμμετείχαν στο πραξικόπημα είναι ευρέως διαδεδομένη. Η Τουρκία άρχισε να απομακρύνεται από τη Δύση αφού ο Ερντογάν ανέλαβε τον έλεγχο. Το 2003, η νέα τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε να επιτρέψει στους Αμερικανούς να επιχειρήσουν εναντίον του Ιράκ εντός Τουρκίας.Στις αρχές της συριακής σύγκρουσης, η Άγκυρα συνεργάστηκε με το Ισλαμικό Κράτος, επιτρέποντας στους μαχητές του να ταξιδεύουν μέσα και έξω από τη Συρία. Ωστόσο, το μεγαλύτερο ζήτημα για την Ουάσινγκτον είναι η μη σύγκλιση της Άγκυρας με το ΝΑΤΟ. Η Άγκυρα συνεχίζει να εκβιάζει την Αμερική για την είσοδο της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα την αγορά των μαχητικών F-16. Βρίσκεται δε επί μακρόν σε «πόλεμο» ουσιαστικά με την Κύπρο, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τη χώρα μας, μέλος του ΝΑΤΟ. Το 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην πρώτη και δημιούργησε ένα εθνικό τουρκικό κράτος, την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, που αναγνωρίστηκε μόνο από την Άγκυρα. Πρόσφατα, η κυβέρνηση του Ερντογάν παρενέβη στην περιφερειακή ενεργειακή της ανάπτυξη, διεκδικώντας αυτούς τους πόρους για την ΤΔΒΚ. Επιπλέον, οι διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις δεν αποδέχονται την ελληνική κυριαρχία επί των ακριτικών νησιών και αμφισβητούν συστηματικά τον ελληνικό εναέριο χώρο πυροδοτώντας τακτικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις.
Η Αθήνα αφιερώνει μεγαλύτερο μερίδιο του ΑΕΠ της στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς από ό,τι ακόμη και η Αμερική, αλλά το κάνει για να αντιμετωπίσει τη σύμμαχο Τουρκία και όχι τη Ρωσία. Ο Ερντογάν έχει υιοθετήσει μια ακόμη πιο επιθετική, ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική από αυτή των προκατόχων του. Η εξωτερική πολιτική του είναι εχθρική προς τη Δύση. Προωθεί αυτό που ονομάζει δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο ουσιαστικά αποσκοπεί στον έλεγχο των υδάτων της Κύπρου, της Αίγυπτου, της Ελλάδας και του Ισραήλ.
Με τη Μόσχα
Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η στενή αλλά περίπλοκη σχέση της Άγκυρας με τη Ρωσία. Παίζοντας τον σύντροφο και φίλο της Μόσχας δεν συνάδει με το να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, του οποίου ο μόνος σοβαρός πιθανός στρατιωτικός αντίπαλος σήμερα είναι η Ρωσία. Η Τουρκία αγοράζει ρωσικά όπλα (S-400), αναστέλλει τις ναυτικές επιχειρήσεις των συμμάχων στη Μαύρη Θάλασσα και αντιστέκεται στις κυρώσεις των συμμάχων κατά της Μόσχας. Ποιος πιστεύει στη συμμαχία ότι μπορεί να στηριχθεί στην Άγκυρα, εάν το ΝΑΤΟ καταλήξει σε πόλεμο με τη Ρωσία;Επί χρόνια, η Ουάσινγκτον συσσωρεύει στρατιωτικούς συμμάχους όπως οι άνθρωποι προσθέτουν φίλους στο Facebook. Εάν η συμπεριφορά μιας χώρας αποκλίνει σημαντικά από τους στόχους της συμμαχίας, τα άλλα μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να εκδιώξουν αυτό το κράτος. Με την Τουρκία, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ πρέπει να κάνουν μια σοβαρή συζήτηση για το τι πρέπει να πράξουν όταν ένα μέλος είναι αναξιόπιστο. Τελικά, οι Τούρκοι μπορεί να είναι καλύτεροι φίλοι, αν οι ΗΠΑ δεν περιμένουν από αυτούς να είναι σύμμαχοι...
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 14/12