Πυκνώνουν οι συζητήσεις στους κόλπους της ΕΕ σχετικά με το ενδεχόμενο ενός νέου πανευρωπαϊκού ταμείου, στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που δημιουργήθηκε την περίοδο της πανδημίας.

Η στόχευση αυτή τη φορά θα συνδέεται με τις ανάγκες χρηματοδότησης εξοπλισμών σαν απάντηση αφενός στη ρωσική επιθετικότητα, αφετέρου σε ενδεχόμενη αμερικανική παθητικότητα ως αποτέλεσμα επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.

Το επόμενο διάστημα η βελγική προεδρία θα παρουσιάσει έκθεση για τις επιδόσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Σύμφωνα με το Politico, η έκθεση θα περιγράφει τα αποτελέσματα που πέτυχαν τα κράτη-μέλη με τους κοινοτικούς πόρους αλλά και την εμπειρία από την έκδοση κοινών ομολόγων για τη χρηματοδότηση του Ταμείου - ουσιαστικά πρόκειται για τα πρώτα ευρωομόλογα. Στον βαθμό που θα κριθεί επιτυχημένη η χρηματοδότηση με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να επιλεχθεί εκ νέου για να καλυφθούν οι αυξημένες εξοπλιστικές δαπάνες. Ερωτηθείς σχετικά, σε εκδήλωση του Bloomberg, ο υπουργός Οικονομικών του Βελγίου, Βίνσεντ βαν Πέτεγκεμ, επιβεβαίωσε ότι προχωράει η σύνταξη της έκθεσης, που αναμένεται στις αρχές της άνοιξης.

Πρόκειται γι’ αυτό που φοβούνταν οι φειδωλές κυβερνήσεις του Βορρά όταν διαφωνούσαν με την ιδέα του Ταμείου Ανάκαμψης: ότι δηλαδή θα δημιουργηθεί προηγούμενο κοινής ανάληψης χρέους. Μάλιστα το Συνταγματικό Δικαστήριο στη Γερμανία έθεσε ως προϋπόθεση, για να εγκρίνει την έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων, να μην ξανασυμβεί… Αυτό είναι και το πρώτο επιχείρημα που επικαλούνται όσοι διαφωνούν με ένα Ταμείο Άμυνας. Υπάρχουν, όμως, και ισχυροί υποστηρικτές της ιδέας, όπως ο (Ιταλός) επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι και ο (Γάλλος) πρόεδρος Μακρόν. Μάλιστα επειδή στόχος είναι η προετοιμασία απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα, με την πρόταση συμφωνούν παραδοσιακά φειδωλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Εσθονία. Πρόσφατα η πρωθυπουργός Κάγια Κάλας (πιθανή διάδοχος του Σαρλ Μισέλ στην προεδρία του Συμβουλίου) τάχθηκε υπέρ των αμυντικών ομολόγων. Τα παραπάνω, βέβαια, δεν είναι παρά η προεργασία, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται μετά το καλοκαίρι, όταν θα έχει οριστικοποιηθεί και το αποτύπωμα των ευρωεκλογών στη σύνθεση των κοινοτικών οργάνων.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»