Πώς σχολίασαν τα αμερικανικά ΜΜΕ τη συνάντηση για την Ελλάδα
Εκτιμήσεις για τις θέσεις και τις επιδιώξεις της "κάθε πλευράς"
Το κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση για την Ελλάδα, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες και οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, της Γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ και του Γάλλου Προέδρου, Φρανσουά Ολάντ, προβάλλονται από αμερικανικά ΜΜΕ, καθώς επίσης και εκτιμήσεις για τις θέσεις και επιδιώξεις της «κάθε πλευράς».
Τα δημοσιεύματα επικεντρώνονται στην «τήρηση των δεσμεύσεων» της ελληνικής κυβέρνησης για υλοποίηση της συμφωνίας και των μεταρρυθμίσεων, στην «έλλειψη ρευστότητας» και στις «πιέσεις που δέχονται» οι ελληνικές τράπεζες ως κίνδυνο «πρόκλησης ατυχήματος».
Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται η δήλωση του κ. Τσίπρα ότι η κυβέρνηση θα παρουσιάσει σύντομα «πλήρη κατάλογο» οικονομικών μεταρρυθμίσεων, τονίζοντας, όμως, ότι «η Ελλάδα δεν έχει υποχρέωση να υλοποιήσει υφεσιακά μέτρα, η Ελλάδα θα καταθέσει τις δικές της διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες και θα υλοποιήσει» και ότι «η διαδικασία μπήκε και πάλι στις ράγες».
Σύμφωνα με δημοσίευμα στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, «το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ απέρριψε πρόταση από το εποπτικό της όργανο να περιορίσει την έκθεση των ελληνικών τραπεζών στο βραχυπρόθεσμο χρέος της χώρας, λόγω ανησυχιών ότι η κίνηση αυτή θα έβαζε σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική θέση της Ελλάδας και θα κατέστρεφε τις πολιτικές συζητήσεις για το πρόγραμμα διάσωσης, που ξεκίνησαν χθες στις Βρυξέλλες».
Σε δημοσίευμα της Wall Street Journal επισημαίνεται ότι «οι ελληνικές τράπεζες αισθάνονται πιέσεις, καθώς η προοπτική των ελέγχων κεφαλαίων είναι και πάλι στο προσκήνιο και οι εκροές καταθέσεων συνεχίζονται».
Σε άλλο δημοσίευμα-ανάλυση στην ίδια εφημερίδα σημειώνεται ότι «το ευρωπαϊκό σκηνικό διαμορφώνεται με την Ελλάδα μόνη της και τις άλλες 18 χώρες της Ευρωζώνης συνασπισμένες σε ένα στρατόπεδο». Μεταξύ άλλων, υποστηρίζεται ότι «άλλες κυβερνήσεις κατάφεραν να διαχειριστούν την κρίση και τα σκληρά μέτρα λιτότητας επιτυχώς (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και χώρες της Βαλτικής) και ότι «μία νέα διαγραφή του ελληνικού χρέους σημαίνει απώλειες για τις χώρες-δανειστές, ενώ, σε πολιτικό επίπεδο, παραχωρήσεις σε μία ριζοσπαστική αριστερή κυβέρνηση ίσως ενισχύσει και άλλα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κόμματα». Επίσης, γίνεται αναφορά σε «κακή χημεία ανάμεσα στους άπειρους και ενίοτε χαρισματικούς Έλληνες αξιωματούχους και τους μπαρουτοκαπνισμένους Ευρωπαίους ομολόγους τους».
Στη New York Times διατυπώνεται η άποψη ότι «οι Ευρωπαίοι ηγέτες απαίτησαν από τον Έλληνα πρωθυπουργό να παρουσιάσει τάχιστα το μεταρρυθμιστικό σχέδιό του εάν επιθυμεί τη συνέχιση της χρηματοδότησης. Από την πλευρά του ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι δεν συναίνεσε σε μέτρα λιτότητας που θα επιβαρύνουν τη δύσκολη κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει ο ελληνικός λαός».
Σε άλλο δημοσίευμα στην ίδια εφημερίδα της Νέας Υόρκης αναφέρεται ότι «σειρά συνομιλιών χθες στις Βρυξέλλες, στη σύνοδο κορυφής, αλλά και στο περιθώριό της, ηρέμησαν την κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και δανειστών, η οποία είχε μετατραπεί τελευταία σε έναν "δηλητηριώδη πόλεμο λέξεων". Παρόλα αυτά, δεν υφίσταται αυτόματη εκροή χρημάτων προς την Ελλάδα, κάτι τέτοιο θα αποφασιστεί σε επόμενο Eurogroup». Επίσης, γίνεται λόγος για «σθεναρή στάση της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ έναντι του Έλληνα πρωθυπουργού Τσίπρα» και για «πίεση που του ασκήθηκε για να επιταχύνει η Ελλάδα τις μεταρρυθμίσεις, με αντάλλαγμα επιπλέον χρηματοδότηση».
Διαβάστε επίσης: