Έντονη κριτική στην πρόταση του επικεφαλής της Ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) στο Ευρωπαϊκό ΚοινοβούλιοΜάνφρεντ Βέμπερ, ασκεί σε σημερινές δηλώσεις του στη Βιέννη, ο ευρωβουλευτής των κυβερνώντων Αυστριακών Σοσιαλδημοκρατών, Γιόζεφ Βάιντενχολτσερ.

Ο Μάνφρεντ Βέμπερ, (ευρωβουλευτή του γερμανικού Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος) - ο οποίος στο μεταξύ φέρεται να αναδιπλώθηκε και να προέβη σε σχετική διάψευση - πρότεινε να καταθέσει την ερχόμενη εβδομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο ψήφισμα εναντίον της νέας ελληνικής κυβέρνησης «για να υπάρχει, μια ενιαία ευρωπαϊκή στάση κατά των «εξτρεμιστών της».

Παρατηρητές στη Βιέννη θεωρούν ότι η πρόταση του Μάνφρεντ Βέμπερ - όπως αυτός φέρεται να τη διατύπωσε απέναντι στο Ιταλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ANSA) - αποτελεί την κορύφωση του ενορχηστρωμένου διασυρμού της νέας ελληνικής κυβέρνησης, που επιχειρείται από σχολιαστές των ΜΜΕ και πολιτικούς στην Ευρώπη μέχρι ανώτατου επιπέδου.

Στο πλαίσιο του διασυρμού καταφεύγουν μάλιστα σε παραλληλισμούς με την αυστριακή δεξιά-ακροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού (2000-2006) - την πλέον αμφιλεγόμενη στη μεταπολεμική Αυστρία - του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος του τότε καγκελάριου Βόλφγκανγκ Σιούσελ με τον διαβόητο αρχηγό του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων Γεργκ Χάιντερ, που είχε επισύρει πολύμηνες κυρώσεις εναντίον της από την ΕΕ.

Στην αναδίπλωση του Μάνφρεντ Βέμπερ, μέσω δηλώσεων εκπροσώπου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Αυστριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΡΑ), αναφερόταν πως η πρόταση αφορούσε μόνο τον «ακροδεξιό κυβερνητικό εταίρο του ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες», και ότι δεν αναφέρθηκε το όνομα του Χάιντερ, αλλά έγινε λόγος για μια «ξεκάθαρη γραμμή», όπως το 2000 εναντίον της τότε αυστριακής κυβέρνησης και πως το ΕΛΚ δεν προτίθεται να προτείνει κυρώσεις, αλλά μόνο να απευθύνει προειδοποίηση στους ΑΝΕΛ.

Στις σημερινές δηλώσεις του ο Γιόζεφ Βάιντενχολτσερ χαρακτηρίζει την πρόταση Βέμπερ ανάρμοστη και υπερβολική τόσο ως προς το ύφος όσο και ως προς το στοχευόμενο αποτέλεσμα και τονίζει ότι κάθε δημοκράτης πρέπει να αναγνωρίζει οπωσδήποτε τα εκλογικά αποτελέσματα και να διερωτάται για το πώς αυτά προέκυψαν, καθώς, όπως τονίζει, στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό συνδέεται άμεσα με την λανθασμένη πολιτική λιτότητας της τρόικα και τις καταστροφικές συνέπειές της, και την κύρια ευθύνη για αυτή την αποτυχημένη πολιτική φέρει η γερμανική κυβέρνηση.

Ο ίδιος θεωρεί τραγελαφικό το ότι ένας πολιτικός της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης επικαλείται το παράδειγμα της επιβολής κυρώσεων κατά της τότε αυστριακής κυβέρνησης Σιούσελ, καθώς το κόμμα του ήταν εκείνο που τις είχε καταπολεμήσει με πρωτοφανή δριμύτητα.

Σχολιάζει επίσης ως τελείως παράδοξο το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα χρησιμοποιεί δύο μέτρα και σταθμά, αποφεύγοντας συστηματικά επί χρόνια να διαχωρίσει τη θέση του από την αυταρχική πολιτική του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας καταδικάζει εκ των προτέρων μια κυβέρνηση η οποία δεν άρχισε καν ακόμη ουσιαστικά το έργο της.