Σημαντική πρόοδος γίνεται στη Σερβία σχετικά με την εξιχνίαση δολοφονιών εις βάρος δημοσιογράφων. Αντίθετα ότι αφορά ποινικές διώξεις υπεύθυνων για εγκλήματα πολέμου οι υποθέσεις παρουσιάζουν ''επιβράδυνση'' ενώ η κυβέρνηση έχει αυξήσει την επιρροή στα ΜΜΕ, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Διεθνούς Αμνηστίας.

Στην έκθεσή της για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο το 2014-2015, η Διεθνής Αμνηστία διαπιστώνει, ότι συνεχίστηκαν οι έρευνες για τις δολοφονίες των ανεξάρτητων δημοσιογράφων Ντάντα Βουγιασίνοβιτς, Σλάβκο Τσουρούβια και Μίλαν Πάντιτς.

Η οργάνωση υπενθυμίζει, ότι απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε βάρος τεσσάρων υπόπτων για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Σλάβκο Τσουρούβια, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της υπηρεσίας κρατικής ασφάλειας, Ράντομιρ Μάρκοβιτς, ο οποίος έχει καταδικασθεί για τη δολοφονία του πρώην προέδρου της Σερβίας, Ίβαν Στάμπολιτς το 2000.

Στην έκθεση τονίζεται, ότι απομακρύνθηκαν δημόσια σχόλια από κυβερνητικές ιστοσελίδες, τα οποία ασκούσαν κριτική για πλημμύρες που έπληξαν τη χώρα τον περασμένο Μάιο και ότι κάποια άτομα κλήθηκαν για «ενημερωτική συζήτηση» στην αστυνομία.

Αναφέρεται επίσης, ότι έγινε χακάρισμα στην ιστοσελίδα «Peščanik» όταν δημοσίευσε ισχυρισμούς, ότι η διδακτορική διατριβή του υπουργού Εσωτερικών είναι προϊόν λογοκλοπής.

Η οργάνωση κάνει λόγο για τους 11 ξένους υπηκόους υποστηρικτές του κινήματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων «Φαλούν Γκονγκ» στους οποίους, απαγορεύθηκε να πραγματοποιήσουν διαμαρτυρία κατά της κινεζικής κυβέρνησης πριν από τη διεξαγωγή της Συνόδου Κορυφής των 16 χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Κίνας. Αφού κρατήθηκαν παράνομα στη συνέχεια απελάθηκαν. 

Η Διεθνής Αμνηστία μεταξύ άλλων, τονίζει, ότι οι οικισμοί των Ρομά επλήγησαν δυσανάλογα από τις πλημμύρες του Μαΐου. Σε 31 Ρομά συμπεριλαμβανομένων 12 παιδιών, δεν επιτράπηκε η πρόσβαση σε κέντρο υποδοχής στο Βελιγράδι και εγκαταστάθηκαν σε καταφύγιο πολέμου χωρίς την παροχή νερού και συνθηκών υγιεινής.Τόσο οι Ρομά όσο και άλλες μειονότητες διατρέχουν τον κίνδυνο να εκδιωχθούν βίαια λόγω των σχεδίων κατεδάφισης των σπιτιών τους για την υλοποίηση του έργου «Βελιγράδι στο νερό».

Επιπλέον γίνεται αναφορά στις απειλές και επιθέσεις που δέχονται υποστηρικτές και οργανώσεις για την προστασία των δικαιωμάτων της κοινότητας LGBT (της κοινότητας λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και διαφυλικών).

Μετά την εμφάνιση τηλεκατευθυνόμενου ελικοπτέρου τον περασμένο Οκτώβριο με το σύμβολο της Μεγάλης Αλβανίας πάνω από το γήπεδο όπου διεξαγόταν ο ποδοσφαιρικός αγώνας των εθνικών ομάδων Σερβίας και Αλβανίας στο Βελιγράδι, καταγράφηκαν επιθέσεις σε τουλάχιστον 33 καταστήματα ιδιοκτησίας Αλβανών κυρίως στη Βοϊβοντίνα όπως σημειώνεται στην έκθεση.

Τέλος υπογραμμίζεται ότι παρά την εκταφή των λειψάνων 53 αμάχων Αλβανών του Κοσόβου στη Ράσκα, όπου είχαν ταφεί το 1999 και διεξήχθησαν έρευνες στη Μπατάινιτσα, κοντά στο Βελιγράδι, όπου την περίοδο 2000-2001 έγινε η εκταφή λειψάνων πάνω από 800 θυμάτων, δεν υπάρχει πρόοδος όσον αφορά την παραπομπή στη δικαιοσύνη εκείνων που οργάνωσαν τη μεταφορά των σορών από το Κόσοβο.