Στις αρχές του 18ου αιώνα, 25% των νεογέννητων πεθαίνουν πριν γιορτάσουν τα πρώτα τους γενέθλια, και ακόµη 25% ανάµεσα στο πρώτο και 25ο έτος της ηλικίας τους, µε αποτέλεσµα να χρειάζονται πολύ περισσότερα από τρία παιδιά για να αντικατασταθεί κάθε μητέρα από μια κόρη...

Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζει -μεταξύ άλλων- σε έρευνά του για τη μελέτη εξέλιξης του πληθυσμού μέχρι τον 18ο αιώνα ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντής στο Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων Βύρων Κοτζαμάνης.

"Το έτος γέννησης του Χριστού, ο πληθυσµός της γης µας εγγίζει τα 250 εκατοµµύρια, συγκεντρωµένος βασικά σε τρεις µεγάλους πόλους, Μεσοποταµία- Εγγύς Ανατολή, Κίνα και Ινδία.

Στη συνέχεια, µέχρι τα µέσα του XVIIου αιώνα, η αύξηση του παγκόσµιου πληθυσµού είναι εξαιρετικά αργή (µέση ετήσια αύξηση της τάξης του 6ο/οο), σε άµεση συνάρτηση τόσο µε τις προόδους των αγροτικών τεχνικών όσο και µε κάποια εξαιρετικά γεγονότα που οδηγούν σε σηµαντικές πληθυσµιακές απώλειες" σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης.

"Στην Ευρώπη π.χ. οι επιδροµές των βαρβάρων ανάµεσα στον ΙΙΙο και VIIο αιώνα προκάλεσαν µια σηµαντική µείωση του πληθυσµού, µείωση που ακολουθήθηκε από µια φάση ανάκαµψής του µέχρι τα µέσα του 16ου αιώνα -άµεση συνέπεια της εκχέρσωσης και της αξιοποίησης νέων γαιών- ανάκαµψη όμως που θα ανατραπεί εκ νέου με την εµφάνιση των µεγάλων επιδηµιών (βλ. π.χ. της µαύρης πανώλης του 1347-1350), των πολέµων και της πείνας.

Στη διάρκεια της µακράς αυτής περιόδου των 18 σχεδόν αιώνων που θα µας οδηγήσουν στο 1750 και στα 770 εκατ. κατοίκων στον πλανήτη, η µέση προσδοκώµενη ζωή στην γέννηση ελάχιστα μεταβάλλεται (25-30 έτη) και ο αδρός δείκτης θνησιµότητας - δηλαδή οι θάνατοι επί 1000 κατοίκων- κυµαίνεται, εκτός των περιόδων κρίσεων, γύρω από το 40ο/οο" προσθέτει.

Έτσι, όπως προαναφέρθηκε, στις αρχές του 18ου αιώνα, 25% των νεογέννητων θα πεθάνουν πριν γιορτάσουν τα πρώτα τους γενέθλια. Μάλιστα, αν και η γεννητικότητα (γεννήσεις επί 1000 κατοίκων) παραµένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα (40- 45ο/οο), είναι παρόλα αυτά περιορισµένη εξαιτίας των ηθών, εθίµων και θρησκευτικών πρακτικών, καθώς ενώ τα ζευγάρια θα µπορούσαν θεωρητικά να φέρουν στον κόσμο περισσότερα από 10 παιδιά, ο µέσος αριθµός παιδιών που φέρνουν τελικά στον κόσµο είναι... μόνον 4-5.

"Στη μακρά αυτή περίοδο" τονίζει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, "περίοδο που θα µας οδηγήσει στον 18ο αιώνα (και στην πρώτη ρήξη στην ιστορία του παγκόσµιου πληθυσµού) το ποσοστό των ατόµων που δεν παντρεύονται είναι σηµαντικό, η µέση ηλικία στον γάµο είναι σχετικά υψηλή, ενώ ο θάνατος έρχεται συχνά να διακόψει απότομα την αναπαραγωγική ζωή των ζευγαριών (η µέση διάρκεια του γάµου σπανίως να ξεπερνά τα 15 χρόνια)".

Ταυτόχρονα, η γενικευµένη πρακτική του θηλασµού των παιδιών συνεχίζει να περιορίζει την γονιµότητα, µέσω της διασποράς των γεννήσεων και της αύξησης του διαστήµατος ανάµεσα στις διαδοχικές συλλήψεις (26-30 µήνες) και οι θρησκευτικοί κανόνες συµβάλλουν στην ίδια κατεύθυνση (π.χ. αποχή από τις σεξουαλικές σχέσεις πριν από µεγάλες θρησκευτικές εορτές).

Στις χιλιετίες που προτάσσονται του 18ου αιώνα, αν και υπό κανονικές συνθήκες, διευκρινίζει ο κ. Κοτζαμάνης, η γεννητικότητα είναι υψηλότερη της θνησιµότητας, συχνά, η τριλογία πόλεµος-πείνα-επιδηµίες οδηγεί συχνά σε συρρίκνωση του πληθυσµού, ενώ η αύξησή του φαίνεται ότι ρυθµίζεται από τους διαθέσιµους εκάστοτε πόρους.

Η όποια αύξηση του πληθυσμού είναι έτσι συνάρτηση των διαθέσιμων για την επιβίωσή του φυσικών πόρων, πόρων που αυξάνονται εξαιτίας της αύξησης των επιφανειών των καλλιεργούµενων γαιών και σπανιότερα εξαιτίας των προόδων των τεχνικών.

Η αύξηση αυτή όμως των διαθέσιμων πόρων επιτρέπει την αύξηση του πληθυσµού µέχρι ενός σηµείου (όσο η σχέση πληθυσµός/διαθέσιµοι πόροι είναι ακόµη ευνοϊκή) και την επιβραδύνει ή ακόµη και την ανατρέπει στη συνεχεία (όταν η σχέση αυτή γίνεται δυσμενής).

Η "πρωτόγονη" αυτή δηµογραφία χαρακτηρίζεται έτσι από την προτεραιότητα των διαθέσιµων προς επιβίωση πόρων επί του πληθυσµού και την τυφλή επέµβαση της θνησιµότητας που οδηγεί κάθε περίοδο στη προσαρµογή του σε ένα επίπεδο που να επιτρέπει την επιβίωσή του.

Το µοντέλο αυτό έχει σαφώς αποκρυπτογραφηθεί από τον Μάλθους (1890) στο κλασσικό του έργο, µε τη µόνη διαφορά ότι τη στιγµή που αυτός το παρουσίαζε, οι συνθήκες άλλαζαν ριζικά, επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης.

Στον 18o, όµως, αιώνα ειδικότερα, επέρχεται µια σηµαντική ρήξη στη δηµογραφική ιστορία της ανθρωπότητας. Κάποιες ευρωπαϊκές χώρες και µερικές υπερατλαντικές (Η.Π.Α, Καναδάς) θα αυξήσουν ταχύτατα τον πληθυσµό τους µέχρι τα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα, καθώς θνησιµότητα και γεννητικότητα που ρυθμίζονταν βασικά από την φύση για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, υπόκεινται πλέον την ανθρώπινη παρέµβαση.

Η παρέµβαση αυτή αφορά καταρχάς τη θνησιµότητα, που θα µειωθεί δραστικά σε µια πρώτη φάση, ενώ η γεννητικότητα θα παραμείνει αµετάβλητη για αρκετές δεκαετίες ακόμη μετά την πτώση της θνησιμότητας και την αύξηση της µέσης προσδοκώµενης ζωής (οι δημογράφοι θα το ορίσουν ως "δημογραφική μετάβαση").

Η πτώση αυτή της θνησιµότητας παραπέµπει σε προφανώς σε σηµαντικές κοινωνικο-οικονοµικές αλλαγές στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας τις δεκαετίες που προηγήθηκαν της "ρήξης", αλλαγές που με κάποια μικρή χρονική υστέρηση επηρέασαν στη συνέχεια και την γονιμότητα οδηγώντας στην προοδευτική μείωση του μέσου αριθμού των παιδιών που έφεραν στον κόσμο οι γυναίκες των χωρών αυτών, καταλήγει ο κ. Κοτζαμάνης.