«Η Ελλάδα κέρδισε χρόνο, ένα περιθώριο για να αναπνεύσει, όπως και τη δυνατότητα να ανακόψει την υφεσιακή πολιτική, που τροφοδοτεί την ανθρωπιστική κρίση, με την συμφωνία που πέτυχε με τους Ευρωπαίους εταίρους της», αναφέρεται σε άρθρο γνώμης στο αμερικανικό περιοδικό New Yorker.

Ο αρθρογράφος James Surowiecki, σ' ένα σημείο της ανάλυσής του, καταγράφει και τη θέση ότι «εάν χρωστάς 300 δισ. ευρώ και χρειάζεσαι την Ευρώπη για να σώσει το τραπεζικό σου σύστημα θα πρέπει να υφίστασαι και την εποπτεία, αλλά η Ελλάδα δεν χρησιμοποίησε έως τώρα στις διαπραγματεύσεις το πιο ισχυρό της όπλο, την απειλή της αποχώρησης από το ευρώ και την χρεοκοπία. Η κίνηση αυτή, γνωστή ως Grexit, δεν βρίσκεται στο τραπέζι, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε κατά την προεκλογική του εκστρατεία ότι θα παραμείνει στην ευρωζώνη, ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αυτό επιθυμεί και η πλειοψηφία των Ελλήνων. Θα μπορούσαν, όμως, σύντομα να αλλάξουν γνώμη».

Στο εκτενές άρθρο επισημαίνεται ότι «αμέσως μετά τη μάχη μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, όπου τα δύο μέρη συμφώνησαν στην τετράμηνη επέκταση του ελληνικού σχεδίου διάσωσης, ξεκίνησε μια άλλη μάχη σχετικά με το ποιος βγήκε κερδισμένος. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο σκληροπυρηνικός Γερμανός υπουργός Οικονομικών, διακήρυξε ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση, της οποία ηγείται ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ, υποχρεώθηκε σε ένα "ραντεβού με την πραγματικότητα". Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, χαρακτήρισε τη συμφωνία ως ένα "αποφασιστικό βήμα" για να δοθεί τέλος στη λιτότητα και για να εξέλθει η ελληνική οικονομία από τη βαθιά της ύφεση, ενώ η κοινή γνώμη της Ελλάδας φαίνεται ικανοποιημένη από τη συμφωνία».

Στη συνέχεια, διατυπώνεται η άποψη, μεταξύ άλλων, ότι «με μια πρώτη ματιά,τα θετικά σχόλια του κ. Τσίπρα μοιάζουν να έχουν επικοινωνιακό χαρακτήρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε την εξουσία υποσχόμενος ότι θα κερδίσει μείωση του τεράστιου ελληνικού χρέους, ότι θα αποτινάξει τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης και ότι θα απελευθερώσει την Ελλάδα από την εποπτεία της αποκαλούμενης τρόικας - την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή - η οποία αξιολογούσε όλες τις δημοσιονομικές αποφάσεις της χώρας τα τελευταία χρόνια. Παρ' όλα αυτά, η νέα συμφωνία δεν περιλαμβάνει προβλέψεις για μείωση του χρέους, ενώ προβλέπει ότι η επέκταση θα πραγματοποιηθεί στο "πλαίσιο του υπάρχοντος διακανονισμού". Τα σχέδια της Ελλάδας επίσης θα συνεχίσουν να αξιολογούνται από τους ίδιους τρεις θεσμούς. Από αυτή τη σκοπιά, η Ελλάδα δεν κέρδισε καμία από τις τρεις διεκδικήσεις της».

Σύμφωνα με το άρθρο, «εάν κανείς κοιτάξει ωστόσο πιο προσεκτικά, μπορεί να δει ότι η Ελλάδα κέρδισε ένα σημαντικό περιθώριο για να αναπνεύσει. Όταν ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις, η χώρα αντιμετώπιζε δημοσιονομικούς στόχους για το 2015 και 2016 οι οποίοι θα κρατούσαν την οικονομία βυθισμένη στην ύφεση και η οποία συρρικνώθηκε κατά 30% από το 2008, ενώ δεν άφηνε περιθώρια στην κυβέρνηση να λάβει μέτρα για τα επίπεδα φτώχειας, που, σύμφωνα με διάφορους παρατηρητές, έχουν οδηγήσει σε μια ανθρωπιστική κρίση. Οι στόχοι τώρα μπορούν να αναθεωρηθούν κατά τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για μια σημαντική υποχώρηση (των πιστωτών)».

Στο άρθρο σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τον Mark Weisbrot, συν-διευθυντή του Center for Economic Policy Research, «οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έλεγαν έως τώρα στην Ελλάδα ότι όλα πρέπει να γίνουν με το δικό τους τρόπο διαφορετικά θα πρέπει να εγκαταλείψουν το σχέδιο».

Επίσης, ο James Galbraith, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες για να «συνδράμει (στο έργο) της ελληνικής κυβέρνησης κατά της διάρκεια των διαπραγματεύσεων», δήλωσε στον αρθρογράφο ότι «αυτό άλλαξε. Θεωρώ ότι η Ευρώπη υποχώρησε», συμπληρώνοντας ότι «η νίκη θα ήταν μια μεγάλη λέξη για να την πει κανείς, αλλά μπορείς σίγουρα να χαρακτηρίσεις (τη συμφωνία) ως μια επιτυχή μάχη, καθώς έδωσε στην Ελλάδα ένα περιθώριο χειρισμών. Όχι πολλά, αλλά πολύ περισσότερα από αυτά που είχε πριν».

Ο αρθρογράφος υπογραμμίζει ότι «επί της ουσίας η συμφωνία δίνει ένα περιθώριο τεσσάρων μηνών, το οποίο ικανοποιεί απόλυτα την Ελλάδα. Τις τελευταίες εβδομάδες, τα χρήματα έφευγαν από τη χώρα, οδηγώντας το τραπεζικό σύστημα στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ενώ οι αξιωματούχοι του ΣΥΡΙΖΑ κληρονόμησαν μια διοίκηση που υπολειτουργούσε», προσθέτοντας ότι, όπως δήλωσε ο James Galbraith, «όταν πήγαν για πρώτη φορά στο Υπουργείο Οικονομικών δεν υπήρχε ούτε ένα έγγραφο, ούτε ένας υπολογιστής, ενώ το Wi-Fi δεν λειτουργούσε».

Ακολούθως, αναφέρεται ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει τώρα λίγο χρόνο για να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του, τόσο προς τους ψηφοφόρους όσο και προς την Ευρώπη. Η πραγματική πρόκληση είναι να ικανοποιήσει και τα δύο πλευρές, οι οποίες έχουν διαφορετικές προσδοκίες. Μολονότι, όμως, υπάρχει περιθώριο για διαπραγματεύσεις, η Ελλάδα παραμένει δέσμια των ευρωπαϊκών θεσμών. Τόσο η ΕΚΤ όπως και το ΔΝΤ έχουν ήδη εκφράσει την ανησυχία τους σχετικά με τα σχέδια μεταρρυθμίσεων τα οποία υπέβαλε η Ελλάδα την προηγούμενη Δευτέρα. Εάν χρωστάς 300 δισ. ευρώ και χρειάζεσαι την Ευρώπη για να σώσει το τραπεζικό σου σύστημα θα πρέπει να υφίστασαι και την εποπτεία, αλλά η Ελλάδα δεν χρησιμοποίησε έως τώρα στις διαπραγματεύσεις το πιο ισχυρό της όπλο, την απειλή της αποχώρησης από το ευρώ και την χρεοκοπία.

Η κίνηση αυτή, γνωστή ως Grexit, δεν βρίσκεται στο τραπέζι, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε κατά την προεκλογική του εκστρατεία ότι θα παραμείνει στην ευρωζώνη, ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αυτό επιθυμεί και η πλειοψηφία των Ελλήνων. Θα μπορούσαν όμως σύντομα να αλλάξουν γνώμη. Η συμβατική σοφία λέει ότι η επιστροφή στη δραχμή θα ήταν καταστροφή για την Ελλάδα. Θα ήταν βεβαίως τραυματική. Θα προκαλούσε άμεση υποτίμηση. Η αξία των καταθέσεων θα κατακρημνίζονταν. Η αξία των εισαγόμενων αγαθών θα εκτοξεύονταν.

Οι ελληνικές, ωστόσο, εξαγωγές θα γίνονταν φθηνότερες, ενώ το εργατικό κόστος ακόμη πιο ανταγωνιστικό. Ο τουρισμός θα άνθιζε, ενώ η απόκτηση του ελέγχου της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής για πρώτη φορά από το 2001 θα παρείχε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα οικονομικά της προβλήματα. Άλλες χώρες που υπέστησαν απότομες υποτιμήσεις ανακάλυψαν ότι τα μακροπρόθεσμα κέρδη αντισταθμίζουν τις βραχυπρόθεσμες οδύνες. Όταν χρεοκόπησε η Αργεντινή και υποτίμησε το πέσο, το 2001, τους μήνες οικονομικού χάους διαδέχθηκε μια ταχεία ανάπτυξη.

Η Ισλανδία βίωσε μια ανάλογη κατάσταση μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Η κατάσταση της Ελλάδας θα δημιουργούσε ένα εντελώς καινούργιο νόμισμα από μια υποτίμηση», ενώ σύμφωνα με τον Mark Weisbrot, «θα μπορούσε να λειτουργήσει. Θα υπήρχε μια κρίση, αλλά η οικονομία θα ανέκαμπτε και πολύ πιο γρήγορα από ό,τι θεωρεί ο κόσμος».

Όπως υποστηρίζει ο αρθρογράφος, «μολονότι η Ευρώπη είναι καλύτερα προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες ενός Grexit από ό,τι πριν από τρία χρόνια, οι πολιτικές συνέπειες θα ήταν ολέθριες για το ευρωπαϊκό σχέδιο. Γι' αυτό, το λόγο ακόμη και στην περίπτωση που η Ελλάδα επιθυμούσε να παραμείνει στο ευρώ, η απειλή ενός αξιόπιστου Grexit θα απέτρεπε την Ευρώπη να ασκήσει μια ασφυκτική πολιτική. Προς το παρόν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να αλλάξει την Ευρώπη εκ των έσω. Ο αγώνας για τον προϋπολογισμό της Ελλάδας δεν είναι απλά ένας αγώνας για την οικονομία, είναι μια μάχη για την ιδεολογία της λιτότητας και για το εάν οι μικρές χώρες θα έχουν κάποιο λόγο για το δικό τους οικονομικό μέλλον».

Τέλος, επισημαίνει ότι ο Mark Weisbrot του είπε:

«Χώρες όπως η Ελλάδα έχουν χάσει τον κυριαρχικό και δημοκρατικό έλεγχο στις πιο σημαντικές μακροοικονομικές πολιτικές που κάθε χώρα έχει. Η Ελλάδα προσπαθεί να πάρει κάποιο από αυτόν τον έλεγχο πίσω. Η μικρή μάχη μπορεί να ήταν επιτυχής, αλλά οι μεγάλες μάχες ακολουθούν».-