Κατηγορίες απαγγέλθηκαν εναντίον του Γάλλου πρώην υπουργού Εσωτερικών Κλοντ Γκεάν και ενός Σαουδάραβα επιχειρηματία χθες Σάββατο για την υπόθεση της πώλησης δύο πινάκων ζωγραφικής, ανακοίνωσε δικαστική πηγή.

Η έρευνα αυτή ξεκίνησε μετά τις καταγγελίες ότι το 2007 η προεκλογική εκστρατεία του Νικολά Σαρκοζί για την προεδρία χρηματοδοτήθηκε από τον εκλιπόντα ηγέτη της Λιβύης Μουάμαρ Καντάφι.

Οι δικαστές ερεύνησαν την κατάθεση σε έναν λογαριασμό του του Γκεάν 500.000 ευρώ, κάτι που ανακαλύφθηκε το 2013.

Ο Γκεάν, που υπήρξε επί δέκα χρόνια το δεξί χέρι του Σαρκοζί, δικαιολόγησε την ύπαρξη του ποσού αυτού λέγοντας ότι τα χρήματα προήλθαν από την πώληση σε έναν Μαλαισιανό δικηγόρο δύο πινάκων του 17ου αιώνα του Φλαμανδού ζωγράφου Άντρις φαν Έρτφελτ. Όμως ειδικοί αμφισβητούν ότι τα έργα αυτά έχουν τόσο μεγάλη αξία.

Η φερόμενη αυτή πώληση των πινάκων ήταν που ώθησε τις δικαστικές αρχές να απαγγείλουν κατηγορίες εναντίον του πρώην υπουργού για πλαστογραφία, χρήση πλαστών εγγράφων και απόπειρα απόκρυψης φοροδιαφυγής.

Στον Γκεάν τέθηκαν και περιοριστικοί όροι βάσει των οποίων δεν μπορεί να μεταβεί στη Μαλαιστία, ούτε να έρθει σε επαφή με τον Σαουδάραβα επιχειρηματία Χάλιντ Άλι Μπούγκσαν, ο οποίος επίσης κατηγορείται για απόπειρα απόκρυψης φοροδιαφυγής.

Ο Μπούγκσαν, ο οποίος κατέβαλε εγγύηση ενός εκατομμυρίου ευρώ για να αφεθεί ελεύθερος ενώ δεν του επιτρέπεται να εγκαταλείψει το γαλλικό έδαφος, φέρεται να διαδραμάτισε ρόλο στις οικονομικές συναλλαγές που οδήγησαν στην καταβολή των 500.000 ευρώ στον λογαριασμό του Γάλλου πρώην υπουργού.

Οι κατηγορίες ότι η προεκλογική εκστρατεία του Σαρκοζί (προέδρου της Γαλλίας από το 2007 ως το 2012) το 2007 χρηματοδοτήθηκε από τη Λιβύη είδαν πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας μεταξύ των δύο γύρων των προεδρικών εκλογών του 2012. Ο δημοσιογραφικός ιστότοπος Mediapart είχε δημοσιεύσει τότε ένα έγγραφο το οποίο ανέφερε ότι ο τότε ηγέτης της Λιβύης Μουάμαρ Καντάφι είχε συμφωνήσει να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του Σαρκοζί. Ο πρώην πρόεδρος το αρνείται.

Τον Απρίλιο του 2013 ξεκίνησε δικαστική έρευνα «παθητική και ενεργητική δωροδοκία», αλλά και για «αθέμιτη άσκηση επιρροής» βασιζόμενη στις καταγγελίες αυτές.