Πυρηνικός τρόμος πάνω από το Κασμίρ: Αποκλιµάκωση ή ανοίγουν "οι πύλες της Κολάσεως"; Η σύγκριση των δύο δυνάμεων
Τα εφιαλτικά σενάρια
«Κρας τεστ» των πολεμικών μηχανών Ινδίας και Πακιστάν. Το ιστορικό των συγκρούσεων των δύο χωρών, οι αερομαχίες και η εξοπλιστική κούρσα

Στο χείλος µιας νέας σύγκρουσης βρίσκονται Ινδία και Πακιστάν, µε επίκεντρο τη µόνιµη εστία έντασής τους, το Κασµίρ. Η τροµοκρατική επίθεση στο θέρετρο του Παχαλγκάµ στις 22 Απριλίου επανέφερε στο προσκήνιο ένα εφιαλτικό σενάριο, αυτό ενός ανοιχτού πολέµου µεταξύ δύο πυρηνικά εξοπλισµένων δυνάµεων. Η απάντηση από το Νέο ∆ελχί και τα πυραυλικά πλήγµατα που εξαπέλυσε σε περιοχές της πακιστανικής επικράτειας το βράδυ της περασµένης Τρίτης προς Τετάρτη αποτέλεσαν δείγµα προθέσεων, µε το Ισλαµαµπάντ να απαντά µε «πυρά» στη µεθοριακή γραµµή του Κασµίρ και να αναφέρει (χωρίς να επιβεβαιώνεται από ινδικής πλευράς) πως έγινε και µια µεγάλη αεροµαχία µε 125 µαχητικά αεροσκάφη σε µια απόσταση 160 χλµ., στην οποία κατέρριψε πέντε ινδικά αεροσκάφη (µεταξύ των οποίων Rafale, MiG-29 και Su-30).
Το καίριο ερώτηµα φαίνεται πως είναι το εξής: Θα υπάρξει αποκλιµάκωση της έντασης ή έχουν ανοίξει «οι πύλες της Κολάσεως», όπως σχολιαζόταν χαρακτηριστικά την εβδοµάδα που διανύουµε; Τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ανοίγουν τον φάκελο «Ινδία - Πακιστάν» και προβαίνουν σε µια σύγκριση των δυνάµεών τους.
Ξεκινώντας µε µια ιστορική επισκόπηση, Ινδία και Πακιστάν απέκτησαν παράλληλα την ανεξαρτησία τους το 1947, µετά τον διαµελισµό της υποηπείρου, καθώς η Μεγάλη Βρετανία εξερχόταν του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου αποδυναµωµένη. Αµεσα, το ενδιαφέρον έπεσε στο Κασµίρ, στο οποίο η πλειονότητα ήταν µουσουλµανική και βάσει αυτού συναγόταν ότι θα ενσωµατωθεί στο Πακιστάν. Οµως, ο ινδουιστής ηγέτης του, που ήθελε το Κασµίρ να παραµείνει ανεξάρτητο, αλλά αντιµετώπιζε την εισβολή µουσουλµανικών φυλών από το Πακιστάν, αποφάσισε τελικά την προσχώρηση στην Ινδία, τον Οκτώβριο του 1947, µε αντάλλαγµα τη βοήθειά της κατά των εισβολέων.
Το Κασµίρ, έτσι, κατέληξε διαιρεµένο µεταξύ της ινδουιστικής πλειονότητας της Ινδίας, η οποία κυβερνά την κοιλάδα του Κασµίρ, το Τζαµού και το Λαντάκ, του Πακιστάν, το οποίο ελέγχει το Αζάντ Κασµίρ («Ελεύθερο Κασµίρ») και τις βόρειες περιοχές, και της Κίνας, η οποία κατέχει το ανατολικό Κασµίρ µετά τον σινο-ινδικό πόλεµο του 1962. Το υπό ινδική διοίκηση Κασµίρ (µια περιοχή που οριοθετείται από de facto σύνορα, µια «ζώνη κατάπαυσης του πυρός», που ονοµάζεται «Γραµµή Ελέγχου» ή Line of Control) έχει πληθυσµό περίπου 7 εκατοµµύρια κατοίκους, εκ των οποίων σχεδόν το 70% είναι µουσουλµάνοι, όντας η µόνη περιοχή της Ινδίας όπου η πλειονότητά της ασπάζεται το Ισλάµ και αποτελεί εδώ και 78 χρόνια µια σταθερή εστία έντασης. ∆ύο πολεµικές συγκρούσεις έχουν σηµειωθεί µεταξύ Ινδίας και Πακιστάν το 1947 και το 1965. Μια τρίτη αντιπαράθεσή τους, το 1971, οδήγησε στη δηµιουργία του Μπανγκλαντές, ενώ το 1999 υπήρξαν νέες συγκρούσεις, σε έναν πόλεµο που χαρακτηρίστηκε µη κηρυγµένος.
Με βάση τα στοιχεία του Global Firepower για το 2025, που επιχειρεί µια ανάλυση της στρατιωτικής ισχύος µεταξύ των κρατών ανά την υφήλιο, η Ινδία θεωρείται ότι έχει µια σειρά από πλεονεκτήµατα έναντι του Πακιστάν, µε εξαίρεση την «ισορροπία» στα πυρηνικά τους οπλοστάσια. Ειδικότερα, βάσει της πλατφόρµας αυτής, η Ινδία είναι η τέταρτη ισχυρότερη στρατιωτική δύναµη στον κόσµο και το Πακιστάν κατατάσσεται στη δωδέκατη θέση. Παράλληλα, η Ινδία είναι η πέµπτη στον κόσµο στις στρατιωτικές δαπάνες. Το 2024 εκτιµήθηκε ότι θα δαπανούσε 86 δισ. δολάρια για τον στρατό της ή το 2,3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της (ΑΕΠ), σύµφωνα µε το ∆ιεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλµης (SIPRI). Από την πλευρά του, το Πακιστάν δαπάνησε 10,2 δισ. δολάρια ή 2,7% του ΑΕΠ του για τον στρατό το 2024. Ως προς το στρατιωτικό προσωπικό των δύο εµπλεκοµένων, οι εκτιµήσεις ποικίλλουν, µε την Ινδία, πάντως, να έχει δύο ή τρεις φορές µεγαλύτερο στρατό έναντι του Πακιστάν. Σύµφωνα µε το Global Firepower για το 2025, η Ινδία αριθµεί 5.137.550 άτοµα ως στρατιωτικό προσωπικό, µε το Πακιστάν να αριθµεί 1.704.000 (τα στοιχεία αναφέρονται στο σύνολο της δυνητικής στρατιωτικής δύναµης, περιλαµβάνοντας ενεργό προσωπικό, εφέ δρους κ.ά.).
Μεγάλη είναι, όµως, η «ψαλίδα» σε ό,τι αφορά και τον εξοπλισµό της Ινδίας, που αριθµεί 4.200 άρµατα µάχης, την ώρα που το Πακιστάν διαθέτει περίπου 2.627. Ο ινδικός στόλος των 148.594 τεθωρακισµένων οχηµάτων είναι επίσης τριπλάσιος σε σχέση µε τον πακιστανικό. Από αέρος, η εικόνα δεν είναι καλύτερη για το Ισλαµαµπάντ. Η Ινδία διαθέτει 2.229 στρατιωτικά αεροσκάφη, συµπεριλαµβανοµένων 513 µαχητικών αεροσκαφών, µεταξύ των οποίων Rafale, Su-30MKI και Tejas. Με 1.399 αεροσκάφη και 328 µαχητικά, το Πακιστάν υπολείπεται αισθητά τόσο σε ποσότητα όσο και σε επίπεδο δυνατοτήτων. Οσον αφορά τους αιθέρες, αν και µικρότερη σε µέγεθος, η πολεµική αεροπορία του Πακιστάν διαθέτει ικανά αεροσκάφη, όπως τα µαχητικά JF17 Thunder και F-16, ενώ έχει και περισσότερα στρατιωτικά εκπαιδευτικά αεροσκάφη: 565 έναντι 351 της Ινδίας. Από θαλάσσης, το πλεονέκτηµα είναι και πάλι της Ινδίας. Πρόκειται για την έκτη ισχυρότερη ναυτική δύναµη παγκοσµίως, ενώ ο στόλος της αριθµεί 293 πλοία, δύο αεροπλανοφόρα -«INS Vikramaditya» και «INS Vikrant»-, 13 αντιτορπιλικά και 18 υποβρύχια. Το Ναυτικό του Πακιστάν, από την πλευρά του, διαθέτει 121 σκάφη, χωρίς αεροπλανοφόρα, καθώς και στόλο οκτώ υποβρυχίων.
Η ανάλυση κλείνει µε µια αναφορά στο πυρηνικό οπλοστάσιο. Με την κούρσα εξοπλισµών να µαίνεται, τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν επέλεξαν να αναπτύξουν το «ύστατο όπλο», τα πυρηνικά, µε την Ινδία να µπαίνει στο σχετικό «κλαµπ» το 1974 και το Πακιστάν το 1998. Σύµφωνα µε το Center for Arms Control and NonProliferation, η Ινδία έχει περί τις 164 πυρηνικές κεφαλές, µε δυνατότητα εκτόξευσης από ξηρά, θάλασσα και αέρα. Το δόγµα της αφορά µια πολιτική «µη πρώτης χρήσης», γεγονός που σηµαίνει ότι το Νέο ∆ελχί δεν θα «πατήσει πρώτο το κουµπί» σε µια σύγκρουση. Ωστόσο, από το 2019 έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόµενο αναθεώρησης της στρατηγικής αυτής. Το Πακιστάν, σύµφωνα µε την ίδια πηγή, µετρά 170 πυρηνικές κεφαλές (τις οποίες διατηρεί ξεχωριστά από τους πυραύλους στους οποίους µπορούν να τοποθετηθούν), µε τη διαφορά, όµως, πως στο δόγµα του δεν υπάρχει «πολιτική µη πρώτης χρήσης», κάτι που µπορεί να σηµαίνει χρήση µικρότερης εµβέλειας, «τακτικών» πυρηνικών όπλων στο πεδίο της µάχης, προκειµένου να αντισταθµίσει το αριθµητικό µειονέκτηµα στο πεδίο.
Πηγή: Center for Arms Control and Non-Proliferation (2024)
Το καίριο ερώτηµα φαίνεται πως είναι το εξής: Θα υπάρξει αποκλιµάκωση της έντασης ή έχουν ανοίξει «οι πύλες της Κολάσεως», όπως σχολιαζόταν χαρακτηριστικά την εβδοµάδα που διανύουµε; Τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ανοίγουν τον φάκελο «Ινδία - Πακιστάν» και προβαίνουν σε µια σύγκριση των δυνάµεών τους.
Οι πολεµικές συγκρούσεις Ινδίας και Πακιστάν
Ξεκινώντας µε µια ιστορική επισκόπηση, Ινδία και Πακιστάν απέκτησαν παράλληλα την ανεξαρτησία τους το 1947, µετά τον διαµελισµό της υποηπείρου, καθώς η Μεγάλη Βρετανία εξερχόταν του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου αποδυναµωµένη. Αµεσα, το ενδιαφέρον έπεσε στο Κασµίρ, στο οποίο η πλειονότητα ήταν µουσουλµανική και βάσει αυτού συναγόταν ότι θα ενσωµατωθεί στο Πακιστάν. Οµως, ο ινδουιστής ηγέτης του, που ήθελε το Κασµίρ να παραµείνει ανεξάρτητο, αλλά αντιµετώπιζε την εισβολή µουσουλµανικών φυλών από το Πακιστάν, αποφάσισε τελικά την προσχώρηση στην Ινδία, τον Οκτώβριο του 1947, µε αντάλλαγµα τη βοήθειά της κατά των εισβολέων. Το Κασµίρ, έτσι, κατέληξε διαιρεµένο µεταξύ της ινδουιστικής πλειονότητας της Ινδίας, η οποία κυβερνά την κοιλάδα του Κασµίρ, το Τζαµού και το Λαντάκ, του Πακιστάν, το οποίο ελέγχει το Αζάντ Κασµίρ («Ελεύθερο Κασµίρ») και τις βόρειες περιοχές, και της Κίνας, η οποία κατέχει το ανατολικό Κασµίρ µετά τον σινο-ινδικό πόλεµο του 1962. Το υπό ινδική διοίκηση Κασµίρ (µια περιοχή που οριοθετείται από de facto σύνορα, µια «ζώνη κατάπαυσης του πυρός», που ονοµάζεται «Γραµµή Ελέγχου» ή Line of Control) έχει πληθυσµό περίπου 7 εκατοµµύρια κατοίκους, εκ των οποίων σχεδόν το 70% είναι µουσουλµάνοι, όντας η µόνη περιοχή της Ινδίας όπου η πλειονότητά της ασπάζεται το Ισλάµ και αποτελεί εδώ και 78 χρόνια µια σταθερή εστία έντασης. ∆ύο πολεµικές συγκρούσεις έχουν σηµειωθεί µεταξύ Ινδίας και Πακιστάν το 1947 και το 1965. Μια τρίτη αντιπαράθεσή τους, το 1971, οδήγησε στη δηµιουργία του Μπανγκλαντές, ενώ το 1999 υπήρξαν νέες συγκρούσεις, σε έναν πόλεµο που χαρακτηρίστηκε µη κηρυγµένος.
Η καταμέτρηση δυνάμεων και η εξοπλιστική κούρσα Ινδίας και Πασκιστάν
Με βάση τα στοιχεία του Global Firepower για το 2025, που επιχειρεί µια ανάλυση της στρατιωτικής ισχύος µεταξύ των κρατών ανά την υφήλιο, η Ινδία θεωρείται ότι έχει µια σειρά από πλεονεκτήµατα έναντι του Πακιστάν, µε εξαίρεση την «ισορροπία» στα πυρηνικά τους οπλοστάσια. Ειδικότερα, βάσει της πλατφόρµας αυτής, η Ινδία είναι η τέταρτη ισχυρότερη στρατιωτική δύναµη στον κόσµο και το Πακιστάν κατατάσσεται στη δωδέκατη θέση. Παράλληλα, η Ινδία είναι η πέµπτη στον κόσµο στις στρατιωτικές δαπάνες. Το 2024 εκτιµήθηκε ότι θα δαπανούσε 86 δισ. δολάρια για τον στρατό της ή το 2,3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της (ΑΕΠ), σύµφωνα µε το ∆ιεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλµης (SIPRI). Από την πλευρά του, το Πακιστάν δαπάνησε 10,2 δισ. δολάρια ή 2,7% του ΑΕΠ του για τον στρατό το 2024. Ως προς το στρατιωτικό προσωπικό των δύο εµπλεκοµένων, οι εκτιµήσεις ποικίλλουν, µε την Ινδία, πάντως, να έχει δύο ή τρεις φορές µεγαλύτερο στρατό έναντι του Πακιστάν. Σύµφωνα µε το Global Firepower για το 2025, η Ινδία αριθµεί 5.137.550 άτοµα ως στρατιωτικό προσωπικό, µε το Πακιστάν να αριθµεί 1.704.000 (τα στοιχεία αναφέρονται στο σύνολο της δυνητικής στρατιωτικής δύναµης, περιλαµβάνοντας ενεργό προσωπικό, εφέ δρους κ.ά.).Πυρηνικές κεφαλές με δυνατότητα εκτόξευσης από ξηρά, θάλασσα και αέρα: Ινδία 164, 170 Πακιστάν. Στο δόγµα του δεν υπάρχει «πολιτική µη πρώτης χρήσης»
Μεγάλη είναι, όµως, η «ψαλίδα» σε ό,τι αφορά και τον εξοπλισµό της Ινδίας, που αριθµεί 4.200 άρµατα µάχης, την ώρα που το Πακιστάν διαθέτει περίπου 2.627. Ο ινδικός στόλος των 148.594 τεθωρακισµένων οχηµάτων είναι επίσης τριπλάσιος σε σχέση µε τον πακιστανικό. Από αέρος, η εικόνα δεν είναι καλύτερη για το Ισλαµαµπάντ. Η Ινδία διαθέτει 2.229 στρατιωτικά αεροσκάφη, συµπεριλαµβανοµένων 513 µαχητικών αεροσκαφών, µεταξύ των οποίων Rafale, Su-30MKI και Tejas. Με 1.399 αεροσκάφη και 328 µαχητικά, το Πακιστάν υπολείπεται αισθητά τόσο σε ποσότητα όσο και σε επίπεδο δυνατοτήτων. Οσον αφορά τους αιθέρες, αν και µικρότερη σε µέγεθος, η πολεµική αεροπορία του Πακιστάν διαθέτει ικανά αεροσκάφη, όπως τα µαχητικά JF17 Thunder και F-16, ενώ έχει και περισσότερα στρατιωτικά εκπαιδευτικά αεροσκάφη: 565 έναντι 351 της Ινδίας. Από θαλάσσης, το πλεονέκτηµα είναι και πάλι της Ινδίας. Πρόκειται για την έκτη ισχυρότερη ναυτική δύναµη παγκοσµίως, ενώ ο στόλος της αριθµεί 293 πλοία, δύο αεροπλανοφόρα -«INS Vikramaditya» και «INS Vikrant»-, 13 αντιτορπιλικά και 18 υποβρύχια. Το Ναυτικό του Πακιστάν, από την πλευρά του, διαθέτει 121 σκάφη, χωρίς αεροπλανοφόρα, καθώς και στόλο οκτώ υποβρυχίων.
Στρατιωτική δύναµη: Στην έβδοµη θέση παγκοσµίως Πακιστάν 660.000, 1.475.750 Ινδία, ο δεύτερος µεγαλύτερος στρατός στον πλανήτη σήµερα
Το δόγμα χρήσης για τα πυρηνικά «πολιτική µη πρώτης χρήσης»
Η ανάλυση κλείνει µε µια αναφορά στο πυρηνικό οπλοστάσιο. Με την κούρσα εξοπλισµών να µαίνεται, τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν επέλεξαν να αναπτύξουν το «ύστατο όπλο», τα πυρηνικά, µε την Ινδία να µπαίνει στο σχετικό «κλαµπ» το 1974 και το Πακιστάν το 1998. Σύµφωνα µε το Center for Arms Control and NonProliferation, η Ινδία έχει περί τις 164 πυρηνικές κεφαλές, µε δυνατότητα εκτόξευσης από ξηρά, θάλασσα και αέρα. Το δόγµα της αφορά µια πολιτική «µη πρώτης χρήσης», γεγονός που σηµαίνει ότι το Νέο ∆ελχί δεν θα «πατήσει πρώτο το κουµπί» σε µια σύγκρουση. Ωστόσο, από το 2019 έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόµενο αναθεώρησης της στρατηγικής αυτής. Το Πακιστάν, σύµφωνα µε την ίδια πηγή, µετρά 170 πυρηνικές κεφαλές (τις οποίες διατηρεί ξεχωριστά από τους πυραύλους στους οποίους µπορούν να τοποθετηθούν), µε τη διαφορά, όµως, πως στο δόγµα του δεν υπάρχει «πολιτική µη πρώτης χρήσης», κάτι που µπορεί να σηµαίνει χρήση µικρότερης εµβέλειας, «τακτικών» πυρηνικών όπλων στο πεδίο της µάχης, προκειµένου να αντισταθµίσει το αριθµητικό µειονέκτηµα στο πεδίο.Πηγή: Center for Arms Control and Non-Proliferation (2024)