Την άποψη ότι η κρίση του ευρώ είναι άλυτη, αλλά το ευρώ δεν έχει χαθεί και μία διάσωσή του θα ήταν πιο εύκολη εάν, αντί των μέτρων που έχουν ληφθεί έως τώρα, αποχωρούσαν από αυτό η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, εκφράζει ο Γερμανο-Αμερικανός οικονομολόγος, συγγραφέας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς στην Αυστρία, Μαξ Ότε.

Μιλώντας σε δημόσια συζήτηση στο Ίνσμπρουκ, μαζί με τον επίσης γνωστό Γερμανό συγγραφέα και νομικό, Κάρλος Γκεμπάουερ (συγγραφέα του βιβλίου «Σώστε την Ευρώπη από την ΕΕ»), ο Μαξ Ότε -ο οποίος ήδη, το 2006, είχε προβλέψει την κατάρρευση των χρηματιστηρίων- χαρακτήρισε τη σημερινή σταθερότητα του ευρώ ως «εξαγορασμένη» και είπε: «Έχουμε κρατήσει στη ζωή την οικονομία, με φθηνό χρήμα».

Παραπέμποντας στη χρηματοδοτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και στις βοήθειες προς κράτη και τράπεζες, επισήμανε ότι αυτή η πολιτική απλώς καθυστερεί την κατάρρευση του κοινού νομίσματος και ότι «η κρίση του ευρώ είναι άλυτη, τα χρέη αυξάνονται, η ανεργία είναι υψηλή, το ευρώ πάντως θα αντέξει για ακόμη τρία έως τέσσερα χρόνια».

Κατά την άποψή του, «το ευρώ δεν έχει ακόμη χαθεί» και θα ήταν πιο εύκολη η διάσωσή του εάν, αντί των μέτρων που έχουν παρθεί γι' αυτό έως τώρα, αποπέμπονταν από αυτό η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, θέση που συμμερίστηκε στη δημόσια συζήτηση στο Ίνσμπρουκ και ο Κάρλος Γκεμπάουερ, ο οποίος παρατήρησε ότι θα μπορούσε να φανταστεί ένα «παράλληλο» νόμισμα για τις χώρες που αντιμετωπίζουν κρίση.

Πρόσφατα, σε συνέντευξή του στην αυστριακή εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ», ο Μαξ Ότε είχε διατυπώσει τη θέση πως τα προγράμματα βοήθειας προς την Ελλάδα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα παρά μόνο την πρόκληση αναταραχής στην Ευρώπη και πως οι μόνοι που επωφελήθηκαν ήταν οι δανειστές, οι τράπεζες και οι πολύ πλούσιοι.

Ο ίδιος είχε υποστηρίξει ότι η κατάσταση στην Ελλάδα συνεχίζει να είναι άσχημη και, όπως είχε πει, φυσικά θα ήταν καλύτερο να είχε υπάρξει ήδη από την αρχή μια καθαρή διευθέτηση, με διαγραφή χρέους, έξοδο από το ευρώ και κατόπιν στήριξη ή υποστήριξη της οικονομίας «και όχι των δανειστών», και αυτό θα είχε στοιχίσει ίσως 150 δισ. ευρώ και δεν θα υπήρχε πλέον σήμερα αυτό το πρόβλημα.

Είχε ταχθεί σαφώς υπέρ μιας διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού χρέους και είχε υπενθυμίσει πως και για τη Γερμανία, η οποία ήταν τότε σε άσχημη οικονομική κατάσταση, έγινε μια διεθνής διαγραφή χρέους το 1953, με τη Συμφωνία του Λονδίνου που είχαν υπογράψει πολλές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.