Moscow Times: Kαπετάνιος σε πλοίο που βυθίζεται ο Τσίπρας
Ενώ παράλληλα ο Πούτιν κάνει σκι
«Μετά τη Μόσχα, τι άλλο έχει μείνει στον Τσίπρα;». διερωτάται ο αρθρογράφος των Moscow Times;
Η απάντηση, εν μέρει, δίδεται στη συνέχεια του άρθρου που προλογικά αναφέρει: «Πριν από το ταξίδι στη Μόσχα υπήρχαν ελπίδες πως ο Τσίπρας θα γυρίσει με κάτι στην Αθήνα. Τελικά γύρισε με άδεια χέρια και με κάποιες γενικόλογες υποσχέσεις που έχουν να κάνουν με τον αγωγό αερίου και τις ρωσικές προθέσεις να αγοράσουν κομμάτια της κρατικής περιουσίας. Το Κρεμλίνο δεν ήρε καν το εμπάργκο κατά των προϊόντων που ζητούσε η Αθήνα. Φαίνεται, όμως, πως η Αθήνα χρειαζόταν απεγνωσμένα κάποιες κινήσεις από τη Ρωσία».
Στην εικόνα που ακολουθεί ο σκιτσογράφος έχει τοποθετήσει πάνω από το κεφάλι του Αλέξη Τσίπρα τρεις κουλούρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσπαθούν να τον γλυτώσουν από βέβαιο πνιγμό, ενώ παραδίπλα ο Βλαντιμίρ Πούτιν κάνει, αμέριμνος, σκι στη θάλασσα.
Τι έδειξε το ταξίδι
Κατά την Ντέμπσεϊ, το ταξίδι στη Μόσχα έδειξε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο Τσίπρας δεν πρέπει να περιμένει τη βοήθεια του Πούτιν. Και δεύτερον, ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη συνεργασία της Ελλάδας με την ΕΕ για την επίλυση των προβλημάτων της πρώτης. Υπάρχουν αρκετές χώρες εντός της Ευρωζώνης που θα έβλεπαν με θετικό μάτι για πιθανή έξοδο, θεωρώντας πως η ένωση θα επιβιώσει από ένα Grexit. Βέβαια, κάνουν λάθος, καθώς αν συμβεί αυτό θα προκληθεί ζημιά στην αξιοπιστία του ευρώ και θα έχει σημαντικές γεωστρατηγικές επιπτώσεις. Μια αδύναμη και μπερδεμένη ΕΕ δεν ανήκει στα ενδιαφέροντα των Ευρωπαίων».
Οι προθεσεις του Τσίπρα
Κατά την Ντέμσεϊ, ο πολιτικός που καταλαβαίνει περισσότερο από όλους, τους κινδύνους που θάλλουν σε ένα Grexit, είναι η Μέρκελ, παρά το γεγονός ότι η γερμανική κοινή γνώμη αντιδρά πλέον ανοιχτά με τη στρατηγική του Τσίπρα. Μια στρατηγική που συνίσταται στην προσπάθεια να κατευνάσει τις απαιτήσεις των δανειστών και να του δοθεί χρόνος να προχωρήσει σε άλλου είδους μεταρρυθμίσεις.
Η στρατηγική
Και συνεχίζει το άρθρο: «Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης δεν έχουν καταφέρει ακόμη να ανταμείψουν τους ψηφοφόρους τους. Κι αυτό διότι δεν έχουν καταφέρει να φτάσουν σε μια συμφωνία με τους δανειστές. Ήταν η προηγούμενη συντηρητική ελληνική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, που είχε καταρτίσει το πακέτο λιτότητας με την υποστήριξη των ιδρυμάτων αυτών. Ωστόσο, αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν ατελείς από την αρχή».
Αναφέρει συγκεκριμένα τη φοροδιαφυγή που ανθεί στην Ελλάδα, καθώς και την παρουσία ολιγαρχών που διοικούν τη χώρα από το 1974 και μετά και οι οποίοι δεν επηρεάστηκαν από την κρίση. «Οι ολιγάρχες μεγάλωσαν με την παρουσία δύο παραδοσιακών πολιτικών οικογενειών στην Ελλάδα (σ.σ.: Καραμανλής, Παπανδρέου). Μετά το τέλος της χούντας, οι Έλληνες πολιτικοί στηρίχθηκαν στις πελατειακές σχέσεις και το πατρονάρισμα και όχι στη διαφάνεια. Αυτό δεν άλλαξε ούτε και τα τελευταία πέντε χρόνια που θα έπρεπε να είχαν γίνει οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις».
Γιατί δεν έκαναν κάτι;
Η Ντέμπσεϊ διερωτάται γιατί οι θεσμοί δεν έκαναν κάτι όταν έβλεπαν πως η προηγούμενη κυβέρνηση δεν προχωρούσε στις μεταρρυθμίσεις; Γιατί έκλεισαν τα μάτια και δεν αμφισβήτησαν τις προθέσεις της; «Λες; και η Κομισιόν και τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης να έκαναν τα στραβά μάτια ως το τίμημα για τη διατήρηση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το λάθος
Σύμφωνα με την Ντέμπσεϊ, το λάθος ξεκινάει από το 1981, οπότε και η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΕ δίχως να είναι έτοιμη. Και τη στιγμή που τα άλλα κράτη άρχισαν να αναπτύσσονται, η Ελλάδα βρέθηκε το 2002 να αφήνει τη δραχμή για να ενταχθεί στο ευρώ – μόνο που ήταν και πάλι απροετοίμαστη. Η Γερμανία θέλησε να μπει η Ελλάδα στο ευρώ, ως ανταπόδοση μιας ενοχής που τρέφει από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα θέμα που επανέρχεται και τώρα με τις πολεμικές αποζημιώσεις και δείχνει πως οι σχέσεις των δύο χωρών είναι ασταθείς και έντονα συναισθηματικές.
«Μόνο που τώρα εναπόκειται στο Βερολίνο και την Αθήνα να ανοίξουν νέο κεφάλαιο στις σχέσεις τους, καθώς η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ, δεν έχει να πάει κάπου αλλού».