Μια νέα έκθεση από το τουρκικό think tank SETA έρχεται να φωτίσει τις αυξανόμενες ανησυχίες της Άγκυρας για την ενισχυμένη αεροπορική ισχύ των δύο βασικών «αντιπάλων» της στην περιοχή: της Ελλάδας και του Ισραήλ. Η απόκτηση σύγχρονων μαχητικών όπως τα Rafale και τα F-35, σε συνδυασμό με τις δυτικές συμμαχίες, δημιουργεί μια νέα στρατηγική πραγματικότητα. Η Τουρκία αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί πλέον να βασίζεται σε απαρχαιωμένα συστήματα και σπεύδει να αναβαθμίσει τον στόλο της, βλέποντας πως η εναέρια κυριαρχία δεν είναι πια δεδομένη. Ο ακήρυκτος πόλεμος της αποτροπής μαίνεται στους αιθέρες.

H είδηση ότι ανοίγει ο δρόμος για την Τουρκία προκειμένου να αποκτήσει Eurofighter σκόρπισε μεν χαμόγελα στην Άγκυρα, αλλά η ηγεσία της αντιλαμβάνεται ότι από μόνα τους τα μαχητικά αυτά δεν αρκούν για τις βλέψεις της για ηγετικό περιφερειακό ρόλο.

Η δύσκολη θέση της Τουρκίας

Μια από της γνωστότερες δεξαμενές σκέψης της γείτονος, το SETA, προειδοποιεί σε έκθεσή της στα τέλη του περασμένου μήνα με το βλέμμα στραμμένο σε Ισραήλ και Ελλάδα ότι «υπάρχουν κράτη στην περιοχή που συνιστούν πρόκληση» καθώς «διαθέτουν αεροπορικές, αεράμυνες και διαστημικές δυνατότητες που τους επιτρέπουν να εμπλέκονται σε ρητορικές και ενέργειες που στοχεύουν τα συμφέροντα της Τουρκίας. Ως εκ τούτου, η Τουρκία (...) πρέπει να αποκτήσει επαρκείς ποσοτικές και ποιοτικές δυνατότητες στον αέρα, την αεράμυνα και το διάστημα απέναντι σε δύο ταυτόχρονες απειλές με εξωτερική υποστήριξη».

Σημειώνει ακόμη ότι «η Τουρκία πρέπει να είναι ικανή να αποκρούει επιθέσεις από οποιονδήποτε πιθανό αντίπαλο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με τεχνολογία stealth, και να είναι σε θέση να μεταφέρει τη σύγκρουση στο έδαφος του επιτιθέμενου» καθώς και ότι «η Τουρκία πρέπει να είναι σε θέση να εκτελεί καθήκοντα αυτοάμυνας, αποτροπής και τιμωρίας χωρίς να απαιτεί άδεια, υποστήριξη ή περιορισμούς από άλλες χώρες όσον αφορά τις αεροπορικές, αεράμυνες και διαστημικές προμήθειες».

Η έκθεση της τουρκικής δεξαμενής σκέψης

Στην έκθεσή του το τουρκικό think tank σημειώνει ότι το Ισραήλ και η Ελλάδα έχουν αποκτήσει με την υποστήριξη δυτικών συμμαχιών και προηγμένων στρατιωτικών τεχνολογιών στρατηγικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να υπονομεύσει τα συμφέροντα ασφαλείας της Τουρκίας, η οποία «δεν μπορεί να βασίζεται σε απαρχαιωμένα συστήματα όταν αντιμετωπίζει αντιπάλους που διαθέτουν μαχητικά πέμπτης γενιάς και ολοκληρωμένα δίκτυα άμυνας».

«Δεδομένου ότι τα F-16 που η Τουρκία έχει αποκτήσει από το 1986 έχουν πλέον φτάσει στο τέλος της επιχειρησιακής τους ζωής, οι προσπάθειες της να αγοράσει νέα F-16 και Eurofighters, μαζί με κιτ εκσυγχρονισμού για τα υπάρχοντα F-16, αποτελούν επί του παρόντος θέμα μείζονος ενδιαφέροντος», υπογραμμίζεται.

Το SETA, πέρα από την άμεση προμήθεια νέων μαχητικών από τρίτες χώρες, συνιστά και επενδύσεις σε εγχώρια προγράμματα για τη διατήρηση της αποτρεπτικής ικανότητας και της στρατηγικής ανεξαρτησίας, ενώ υπογραμμίζει ότι «η επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 κατά τη μεταβατική περίοδο [δηλαδή μέχρι την ανάπτυξη του εγχώριου μαχητικού KAAN] θα αυξήσει την αποτρεπτική της ισχύ και θα ενισχύσει το σύστημα συμμαχίας στο οποίο εμπλέκεται».

Και καταλήγει σημειώνοντας την ανάγκη η Τουρκία να εξασφαλίσει υπεροχή στον αέρα για να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της σε συγκρούσεις στην πρώτη και τη δεύτερη σφαίρα επιρροή της, θέτοντας ως στόχο την απόκτηση ενός στόλου περίπου 500 μαχητικών που θα επιτρέπει τη διεξαγωγή επιχειρήσεων σε πολλά μέτωπα.