Ντόναλντ Τραμπ: Αναστέλλει για άλλες 90 ημέρες την επιβολή δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα
Νέα παράταση
Το διάταγμα υπεγράφη λίγες ώρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που είχε δώσει ο Τραμπ

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε απόψε διάταγμα με το οποίο αναστέλλει για άλλες 90 ημέρες την επιβολή δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα, όπως μεταδίδει το δίκτυο CNBC επικαλούμενο αξιωματούχο του Λευκού Οίκου.
Το διάταγμα υπεγράφη λίγες ώρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που είχε δώσει ο Τραμπ μετά την προηγούμενη αναστολή δασμών στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ.
Η νέα απόφαση αναστολής ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα του πρόσφατου γύρου συνομιλιών μεταξύ διαπραγματευτών από τις ΗΠΑ και την Κίνα, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη στα τέλη του προηγούμενου μήνα.
Η ανάρτηση του Αμερικανού προέδρου την Κυριακή, ο οποίος κάλεσε την Κίνα να τετραπλασιάσει τις αγορές σόγιας από τις ΗΠΑ, θεωρήθηκε έμμεση πρόταση προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας παράτασης. Όμως, το Πεκίνο απέφυγε να απαντήσει, τουλάχιστον δημοσίως.
«Η Κίνα ανησυχεί για την έλλειψη σόγιας», έγραψε ο Τραμπ στο Truth Social, σε μήνυμα που απηύθυνε στον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ. «Οι σπουδαίοι μας αγρότες παράγουν την πιο ανθεκτική σόγια».
Σύμφωνα με αναλυτές μια πιθανή εμπορική συμφωνία ή έστω μια νέα παράταση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη δέσμευση της Κίνας να αυξήσει σημαντικά τις αγορές αμερικανικών προϊόντων, κυρίως στον τομέα της ενέργειας, των γεωργικών προϊόντων και ενδεχομένως των ημιαγωγών και του εξοπλισμού παραγωγής μικροτσίπ. Κάτι τέτοιο ωστόσο προς το παρόν δεν έχει γίνει γνωστό.
Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία του Μαΐου είχε μειώσει τους δασμούς από το απαγορευτικό 145% που είχαν φτάσει τον Απρίλιο, ενώ είχε «παγώσει» και μια σειρά τιμωρητικών μέτρων, δίνοντας χώρο για περαιτέρω διαπραγματεύσεις με στόχο μια μόνιμη, γενική συμφωνία.
Οι κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ επιβαρύνονται με έξτρα δασμό ύψους 20% λόγω των καταγγελιών ότι η Κίνα εμπλέκεται στην παράνομη ροή φαιντανύλης προς τις ΗΠΑ, επιπλέον ενός βασικού δασμού 10%, πάνω από τον 25% δασμό που επιβλήθηκε κατά την πρώτη θητεία. Αντίστοιχα, τα αμερικανικά προϊόντα που εξάγονται στην Κίνα επιβαρύνονται με δασμούς άνω του 32,6%, σύμφωνα με το Peterson Institute for International Economics.
Το διάταγμα υπεγράφη λίγες ώρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που είχε δώσει ο Τραμπ μετά την προηγούμενη αναστολή δασμών στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ.
Η νέα απόφαση αναστολής ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα του πρόσφατου γύρου συνομιλιών μεταξύ διαπραγματευτών από τις ΗΠΑ και την Κίνα, ο οποίος πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη στα τέλη του προηγούμενου μήνα.
Η ανάρτηση του Αμερικανού προέδρου την Κυριακή, ο οποίος κάλεσε την Κίνα να τετραπλασιάσει τις αγορές σόγιας από τις ΗΠΑ, θεωρήθηκε έμμεση πρόταση προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας παράτασης. Όμως, το Πεκίνο απέφυγε να απαντήσει, τουλάχιστον δημοσίως.
«Η Κίνα ανησυχεί για την έλλειψη σόγιας», έγραψε ο Τραμπ στο Truth Social, σε μήνυμα που απηύθυνε στον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ. «Οι σπουδαίοι μας αγρότες παράγουν την πιο ανθεκτική σόγια».
Σύμφωνα με αναλυτές μια πιθανή εμπορική συμφωνία ή έστω μια νέα παράταση θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη δέσμευση της Κίνας να αυξήσει σημαντικά τις αγορές αμερικανικών προϊόντων, κυρίως στον τομέα της ενέργειας, των γεωργικών προϊόντων και ενδεχομένως των ημιαγωγών και του εξοπλισμού παραγωγής μικροτσίπ. Κάτι τέτοιο ωστόσο προς το παρόν δεν έχει γίνει γνωστό.
Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία του Μαΐου είχε μειώσει τους δασμούς από το απαγορευτικό 145% που είχαν φτάσει τον Απρίλιο, ενώ είχε «παγώσει» και μια σειρά τιμωρητικών μέτρων, δίνοντας χώρο για περαιτέρω διαπραγματεύσεις με στόχο μια μόνιμη, γενική συμφωνία.
Οι κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ επιβαρύνονται με έξτρα δασμό ύψους 20% λόγω των καταγγελιών ότι η Κίνα εμπλέκεται στην παράνομη ροή φαιντανύλης προς τις ΗΠΑ, επιπλέον ενός βασικού δασμού 10%, πάνω από τον 25% δασμό που επιβλήθηκε κατά την πρώτη θητεία. Αντίστοιχα, τα αμερικανικά προϊόντα που εξάγονται στην Κίνα επιβαρύνονται με δασμούς άνω του 32,6%, σύμφωνα με το Peterson Institute for International Economics.