Χαμόγελα χωρίς συμφωνία: Γιατί Τραμπ και Πούτιν δεν τερμάτισαν τον πόλεμο στην Ουκρανία
Η συνάντηση που κατέληξε χωρίς απτά αποτελέσματα
Η συνάντηση Τραμπ - Πούτιν στην Αλάσκα ολοκληρώθηκε χωρίς αποτέλεσμα για την Ουκρανία, με τις δηλώσεις τους να δείχνουν ότι καμία πλευρά δεν επιδιώκει άμεση ειρηνευτική συμφωνία, παρά τις προσδοκίες για εκεχειρία

Η πολυαναμενόμενη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στην Αλάσκα κατέληξε χωρίς απτό αποτέλεσμα για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Παρά τα θερμά λόγια και τη θεατρική επίδειξη φιλίας, μεταξύ των δύο ηγετών δεν προέκυψε καμία ουσιαστική πρόοδος προς μια εκεχειρία. Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε χαρακτηριστικά «Δεν υπάρχει συμφωνία μέχρι να υπάρξει συμφωνία», ενώ ο Ρώσος ομόλογός του απέφυγε να μιλήσει για συγκεκριμένα βήματα.
Η αποτυχία αυτή δεν είναι τυχαία. Αντιθέτως, αντανακλά τα βαθύτερα συμφέροντα τόσο της Ουάσιγκτον όσο και της Μόσχας, που, αν και διαφορετικά, συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι μια άμεση ειρηνευτική συμφωνία δεν τους εξυπηρετεί στην παρούσα συγκυρία.
Διαβάστε: Τραμπ σε Ζελένσκι: "Ο Πούτιν δε θέλει κατάπαυση πυρός, αλλά συνολική συμφωνία για τερματισμό του πολέμου" - Τι αποκάλυψε ο προεδρος των ΗΠΑ σύμφωνα με το Axios
Αυτές οι κινήσεις, που εντάσσονται στο πλαίσιο του Καταλόγου των Απαιτήσεων του ΝΑΤΟ για την Ουκρανία, εξυπηρετούν πολλαπλούς στόχους για τον Λευκό Οίκο. Αφενός, διασφαλίζουν ότι η Ουκρανία θα συνεχίσει να έχει τα απαραίτητα όπλα, ώστε να αντιστέκεται στοιχειωδώς στη ρωσική επιθετικότητα. Αφετέρου, ενισχύουν την αμερικανική αμυντική βιομηχανία με νέα κέρδη, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας εξισορροπώντας τα εμπορικά ελλείμματα με την ΕΕ, όπως παραδέχονται αξιωματούχοι της κυβέρνησης.
Παράλληλα, η μετακύλιση του κόστους στους Ευρωπαίους συμμάχους έχει μεγαλύτερη αποδοχή στην αμερικανική κοινή γνώμη, καθώς μειώνει τις αντιδράσεις για την οικονομική επιβάρυνση της Ουάσιγκτον. Μια άμεση, ειρηνευτική συμφωνία θα σήμαινε απώλεια αυτών των στρατηγικών και οικονομικών πλεονεκτημάτων για τις ΗΠΑ. Επίσης η διατήρηση μιας «ελεγχόμενης έντασης» εξυπηρετεί πολλαπλά εσωτερικά και διεθνή συμφέροντα.
Επιπλέον, παρά τις κυρώσεις, η Ρωσία έχει καταφέρει να προσαρμόσει την οικονομία της σε πολεμικές συνθήκες. Οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν θεαματικά, ενώ η αμυντική βιομηχανία λειτουργεί σε 24ωρη βάση, παράγοντας περισσότερους εξοπλισμούς από ό,τι όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ μαζί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι εκατομμύρια Ρώσοι πολίτες έχουν σήμερα υψηλότερα εισοδήματα σε καιρό πολέμου σε σχέση με πριν από το 2022. Το νέο αυτό οικονομικό μοντέλο, βασισμένο στη στρατιωτική παραγωγή και σε νέες ενεργειακές εξαγωγές προς Κίνα και Ινδία, θα διαλυόταν σε περίπτωση μιας απότομης εκεχειρίας.
Η επιβολή αγοράς αμερικανικών αμυντικών εξοπλισμών, μέσω του ΝΑΤΟ, βοηθά όχι μόνο στην ενσωμάτωση των στρατών της Ευρώπης με εκείνον των ΗΠΑ, αλλά αναγκάζει την ΕΕ να πληρώνει για να εφαρμόζει την πολιτική που τις επιβάλουν οι ΗΠΑ.
Από την άλλη, ο Πούτιν επωφελείται από αυτή τη μετάβαση στις διατλαντικές σχέσεις, καθώς η απόφαση του Τραμπ να αποσύρει την Αμερική από τον πόλεμο, τον φέρνει αντιμέτωπο με μια κατακερματισμένη και αδύναμη Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, η Κίνα —στενός στρατηγικός σύμμαχος της Μόσχας— κερδίζει χρόνο για να εξοπλιστεί και να ενισχύσει τη θέση της σε μια πιθανή μελλοντική αναμέτρηση με τις ΗΠΑ.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο Τραμπ ούτε ο Πούτιν θέλουν να δουν μια άμεση ειρηνευτική συμφωνία. Για τον πρώτο, η συνέχιση της σύγκρουσης αποτελεί εργαλείο αναδιάρθρωσης της διατλαντικής ασφάλειας και ενίσχυσης της αμερικανικής οικονομίας. Για τον δεύτερο, είναι μέσο διατήρησης της στρατιωτικής υπεροχής, εδραίωσης ενός νέου οικονομικού μοντέλου και αξιοποίησης των διαιρέσεων στη Δύση, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο τους στρατιωτικούς του στόχους στην Ουκρανία.
Έτσι, παρά τα χαμόγελα, τις χειραψίες και τα μεγάλα λόγια περί «επιδίωξης της ειρήνης», η Ουκρανία παραμένει παγιδευμένη σε έναν πόλεμο που δεν τελειώνει, όχι επειδή η ειρήνη είναι αδύνατη, αλλά επειδή οι δύο ισχυρότεροι παράγοντες της σύγκρουσης δεν έχουν συμφέρον να την επιδιώξουν τώρα.
Η αποτυχία αυτή δεν είναι τυχαία. Αντιθέτως, αντανακλά τα βαθύτερα συμφέροντα τόσο της Ουάσιγκτον όσο και της Μόσχας, που, αν και διαφορετικά, συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι μια άμεση ειρηνευτική συμφωνία δεν τους εξυπηρετεί στην παρούσα συγκυρία.
Διαβάστε: Τραμπ σε Ζελένσκι: "Ο Πούτιν δε θέλει κατάπαυση πυρός, αλλά συνολική συμφωνία για τερματισμό του πολέμου" - Τι αποκάλυψε ο προεδρος των ΗΠΑ σύμφωνα με το Axios
Η στρατηγική του Τραμπ για μεταφορά του βάρους στην Ευρώπη και ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανίας
Η κυβέρνηση Τραμπ αν και δηλώνει ότι βιάζεται να υπάρξει μια ειρηνευτική συμφωνία για να στραφεί απερίσπαστη στην αντιμετώπιση της Κίνας, στην πράξη «αγοράζει χρόνο» μεταφέροντας το βάρος της υποστήριξης της Ουκρανίας στους Ευρωπαίους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Η πρόσφατη σειρά δεσμεύσεων από κράτη-μέλη της Ατλαντικής συμμαχίας να προβούν σε νέες πολυδάπανες επενδύσεις, σε αμερικανικά όπλα για να ταστείλουν στην Ουκρανία αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα. Σύμφωνα με την εφημερίδα Guardian η Γερμανία θα διαθέσει 500 εκατομμύρια δολάρια για την αγορά όπλων από τις ΗΠΑ για την Ουκρανία. Η Ολλανδία ανακοίνωσε παραγγελίες 580 εκατομμυρίων δολαρίων, περιλαμβανομένων συστημάτων Patriot, ενώ η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία πρόσθεσαν άλλα 500 εκατομμύρια δολάρια σε αμερικανικούς εξοπλισμούς.Αυτές οι κινήσεις, που εντάσσονται στο πλαίσιο του Καταλόγου των Απαιτήσεων του ΝΑΤΟ για την Ουκρανία, εξυπηρετούν πολλαπλούς στόχους για τον Λευκό Οίκο. Αφενός, διασφαλίζουν ότι η Ουκρανία θα συνεχίσει να έχει τα απαραίτητα όπλα, ώστε να αντιστέκεται στοιχειωδώς στη ρωσική επιθετικότητα. Αφετέρου, ενισχύουν την αμερικανική αμυντική βιομηχανία με νέα κέρδη, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας εξισορροπώντας τα εμπορικά ελλείμματα με την ΕΕ, όπως παραδέχονται αξιωματούχοι της κυβέρνησης.
Παράλληλα, η μετακύλιση του κόστους στους Ευρωπαίους συμμάχους έχει μεγαλύτερη αποδοχή στην αμερικανική κοινή γνώμη, καθώς μειώνει τις αντιδράσεις για την οικονομική επιβάρυνση της Ουάσιγκτον. Μια άμεση, ειρηνευτική συμφωνία θα σήμαινε απώλεια αυτών των στρατηγικών και οικονομικών πλεονεκτημάτων για τις ΗΠΑ. Επίσης η διατήρηση μιας «ελεγχόμενης έντασης» εξυπηρετεί πολλαπλά εσωτερικά και διεθνή συμφέροντα.
Ο Πούτιν και τα κέρδη του πολέμου
Από την πλευρά του, ο Πούτιν γνωρίζει ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του, όσο δεν έχει απέναντι του του ένα ισχυρό αντίπαλο δεν έχει λόγο να βιάζεται να τερματίσει τον πόλεμο τώρα. Το γεγονός ότι ο ρωσικός στρατός έχει την πρωτοβουλία στο πεδίο της μάχης, σημειώνοντας αργά αλλά σταθερά κέρδη, ενισχύει αυτή την προοπτική.Επιπλέον, παρά τις κυρώσεις, η Ρωσία έχει καταφέρει να προσαρμόσει την οικονομία της σε πολεμικές συνθήκες. Οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν θεαματικά, ενώ η αμυντική βιομηχανία λειτουργεί σε 24ωρη βάση, παράγοντας περισσότερους εξοπλισμούς από ό,τι όλες οι χώρες του ΝΑΤΟ μαζί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι εκατομμύρια Ρώσοι πολίτες έχουν σήμερα υψηλότερα εισοδήματα σε καιρό πολέμου σε σχέση με πριν από το 2022. Το νέο αυτό οικονομικό μοντέλο, βασισμένο στη στρατιωτική παραγωγή και σε νέες ενεργειακές εξαγωγές προς Κίνα και Ινδία, θα διαλυόταν σε περίπτωση μιας απότομης εκεχειρίας.
Η γεωπολιτική διάσταση: Ευρώπη, Κίνα και οι ισορροπίες
Η επιφυλακτικότητα και των δύο πλευρών δεν περιορίζεται μόνο σε οικονομικά ή στρατιωτικά δεδομένα, αλλά έχει και γεωπολιτικά κίνητρα. Ο Τραμπ ο οποίος έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι θέλει να αποσύρει τις ΗΠΑ από τις Ευρωπαϊκές υποθέσεις για να εστιάσει στην Κίνα στην πραγματικότητα, θέλει να φορτώσει στην ΕΕ το οικονομικό και στρατιωτικό βάρος της σύγκρουσης Ουκρανίας-Ρωσίας, αποφασίζοντας όμως ο ίδιος με τον Πούτιν τους όρους και τον χρόνο που μιας ειρηνευτικής συμφωνίας.Η επιβολή αγοράς αμερικανικών αμυντικών εξοπλισμών, μέσω του ΝΑΤΟ, βοηθά όχι μόνο στην ενσωμάτωση των στρατών της Ευρώπης με εκείνον των ΗΠΑ, αλλά αναγκάζει την ΕΕ να πληρώνει για να εφαρμόζει την πολιτική που τις επιβάλουν οι ΗΠΑ.
Από την άλλη, ο Πούτιν επωφελείται από αυτή τη μετάβαση στις διατλαντικές σχέσεις, καθώς η απόφαση του Τραμπ να αποσύρει την Αμερική από τον πόλεμο, τον φέρνει αντιμέτωπο με μια κατακερματισμένη και αδύναμη Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, η Κίνα —στενός στρατηγικός σύμμαχος της Μόσχας— κερδίζει χρόνο για να εξοπλιστεί και να ενισχύσει τη θέση της σε μια πιθανή μελλοντική αναμέτρηση με τις ΗΠΑ.
Το αδιέξοδο της ειρήνης
Οι δύο ηγέτες επιδιώκουν να εμφανιστούν ως ειρηνοποιοί, όμως οι πράξεις τους δείχνουν το αντίθετο. Ο Τραμπ δήλωσε ότι «ο Ζελένσκι πρέπει να κάνει συμφωνία», όμως απέκλεισε τον Ουκρανό πρόεδρο από τη δική του σύνοδο με τον Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος, από την πλευρά του, επαναλαμβάνει ότι επιθυμεί «εποικοδομητικές» συνομιλίες, αλλά συνεχίζει αδιάκοπα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο Τραμπ ούτε ο Πούτιν θέλουν να δουν μια άμεση ειρηνευτική συμφωνία. Για τον πρώτο, η συνέχιση της σύγκρουσης αποτελεί εργαλείο αναδιάρθρωσης της διατλαντικής ασφάλειας και ενίσχυσης της αμερικανικής οικονομίας. Για τον δεύτερο, είναι μέσο διατήρησης της στρατιωτικής υπεροχής, εδραίωσης ενός νέου οικονομικού μοντέλου και αξιοποίησης των διαιρέσεων στη Δύση, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο τους στρατιωτικούς του στόχους στην Ουκρανία.
Έτσι, παρά τα χαμόγελα, τις χειραψίες και τα μεγάλα λόγια περί «επιδίωξης της ειρήνης», η Ουκρανία παραμένει παγιδευμένη σε έναν πόλεμο που δεν τελειώνει, όχι επειδή η ειρήνη είναι αδύνατη, αλλά επειδή οι δύο ισχυρότεροι παράγοντες της σύγκρουσης δεν έχουν συμφέρον να την επιδιώξουν τώρα.