Ο Ντόναλντ Τραμπ εργάζεται για να πραγματοποιήσει μια ιστορική συνάντηση μεταξύ του Ρώσου προέδρου, Βλάντιμιρ Πούτιν και του Ουκρανού ηγέτη Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σε μια προσπάθεια που θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη άμεση επαφή των δύο ηγετών από το 2019. Παρά την αισιοδοξία του Αμερικανού προέδρου, οι διπλωματικές προκλήσεις και τα πολιτικά εμπόδια δημιουργούν σημαντικές δυσκολίες στην υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου σχεδίου.

Η διπλωματική στρατηγική του Τραμπ για τον πόλεμο στην Ουκρανία

Σύμφωνα με έκθεση της Wall Street Journal, ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί τη δυνητική συνάντηση Πούτιν και Ζελένσκι ως καθοριστικό σημείο καμπής για την επίλυση της ουκρανικής κρίσης. Η εικόνα των δύο αντιπάλων ηγετών να συζητούν σε κοινό χώρο θα αποτελούσε σημαντικό διπλωματικό επίτευγμα με παγκόσμιες επιπτώσεις.

Ωστόσο, η πραγματική πρόκληση δεν περιορίζεται στη φυσική συνάντηση των δύο πολιτικών προσωπικοτήτων, αλλά στη δημιουργία συνθηκών για αποτελεσματικές και ειλικρινείς διαπραγματεύσεις. Η απόσταση μεταξύ των θέσεων των δύο πλευρών παραμένει σημαντική, ενώ οι αμοιβαίες κατηγορίες και η έλλειψη εμπιστοσύνης περιπλέκουν περαιτέρω την κατάσταση.

Αντικρουόμενες απαιτήσεις Κιέβου και Μόσχας

Το Κίεβο θέτει ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση την παροχή συγκεκριμένων εγγυήσεων ασφαλείας, είτε μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε των Ηνωμένων Πολιτειών. Αντίθετα, η Μόσχα χαρακτηρίζει απαράδεκτη την εμπλοκή δυτικών δυνάμεων σε οποιαδήποτε ειρηνευτική αποστολή.

Αυτή η θεμελιώδης διαφωνία δημιουργεί ένα σημαντικό χάσμα που δυσκολεύει την πρόοδο, παρά τα θετικά σήματα για την πιθανότητα διεξαγωγής της συνάντησης. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο πλευρών αντικατοπτρίζουν βαθύτερες στρατηγικές αντιθέσεις που υπερβαίνουν τα άμεσα ζητήματα της σύγκρουσης.

Η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της Ρωσίας

Ο σκεπτικισμός σχετικά με τις προθέσεις του Βλαντίμιρ Πούτιν αποτελεί κεντρικό στοιχείο των ανησυχιών των διεθνών παρατηρητών. Η Ρωσία έχει παραβιάσει κατ' επανάληψη διεθνείς δεσμεύσεις που είχε αναλάβει, συμπεριλαμβανομένης της υπόσχεσης να αποφύγει νέες στρατιωτικές επεμβάσεις μετά τα γεγονότα του 2014.

Αυτό το ιστορικό αθέτησης υποσχέσεων τροφοδοτεί τη δυσπιστία, ακόμη και στην περίπτωση υπογραφής νέας διεθνούς συμφωνίας. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο πρώην Αμερικανός αξιωματούχος Τσαρλς Κούπσαν: "Απαιτούνται σαφείς απαντήσεις για το εάν ο Πούτιν διαπραγματεύεται με ειλικρίνεια ή απλώς επιδιώκει να κερδίσει χρόνο".

Πρακτικές δυσκολίες και αντιφάσεις

Η ιδέα της συνάντησης δύο ηγετών που δεν έχουν επικοινωνήσει άμεσα εδώ και έξι χρόνια αντιμετωπίζει σημαντικές πρακτικές δυσκολίες. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίζονται αδιάκοπα, οι απώλειες από όλες τις πλευρές αυξάνονται και οι βασικές θέσεις παραμένουν αμετακίνητες.

Συγκεκριμένα, η Ρωσία επιμένει στην παραχώρηση της περιοχής του Ντονμπάς, κάτι που το Σύνταγμα της Ουκρανίας απαγορεύει ρητά. Παράλληλα, το Κίεβο απαιτεί άμεση κατάπαυση του πυρός, πρόταση την οποία η Μόσχα απορρίπτει κατηγορηματικά.

Ακόμη και στην περίπτωση που επιτευχθεί μια αρχική συμφωνία, η ουσιαστική πρόοδος δεν εξασφαλίζεται αυτομάτως. Ο ίδιος ο Τραμπ έχει παραδεχθεί ότι η επίλυση του πολέμου αποδεικνύεται πολυπλοκότερη από τις αρχικές του εκτιμήσεις, παρά τις προεκλογικές του δηλώσεις ότι θα μπορούσε να επιτύχει συμφωνία σε μία ημέρα.

Οι κίνδυνοι μιας αποτυχημένης διπλωματίας

Το βασικό ζήτημα που επισκιάζει κάθε διαπραγματευτική προσπάθεια είναι η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της Μόσχας. Η Ρωσία έχει στο παρελθόν αποδεχθεί διεθνείς συμφωνίες και στη συνέχεια τις έχει παραβιάσει, είτε μέσω νέων στρατιωτικών ενεργειών είτε μέσω πολιτικών παρεμβάσεων στα ουκρανικά εδάφη.

Αυτό το προηγούμενο αθέτησης συμφωνιών προκαλεί εύλογη ανησυχία στην Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες. Το κεντρικό ερώτημα που επανέρχεται είναι εάν ο Πούτιν προτίθεται πραγματικά να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ουκρανίας ή εάν χρησιμοποιεί τον διάλογο ως τακτικό εργαλείο καθυστέρησης, προκειμένου να συνεχίσει τον πόλεμο υπό ευνοϊκότερους όρους.

Οι πρόσφατες ρωσικές επιθέσεις σε ουκρανικές πόλεις, ακόμη και την παραμονή σημαντικών διπλωματικών συναντήσεων στον Λευκό Οίκο, δείχνουν ότι η Μόσχα δεν προτίθεται να διακόψει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτή η αντίφαση ενισχύει τους φόβους ότι οποιαδήποτε συμφωνία μπορεί να αποδειχθεί εύθραυστη και προσωρινή.

Η πολιτική στρατηγική και τα ρίσκα

Ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο αντιφατικές προσεγγίσεις: την ανάγκη για άμεση εκεχειρία και την πολιτική πραγματικότητα μιας Ρωσίας που αρνείται να αποδεχθεί όρους πριν εξασφαλίσει στρατηγικά πλεονεκτήματα. Το σχέδιό του για τριμερή σύνοδο, μετά από προκαταρκτικές διμερείς συναντήσεις, στοχεύει στο να προσφέρει ο ίδιος το πλαίσιο της τελικής συμφωνίας.

Ωστόσο, η έλλειψη σαφήνειας και το γεγονός ότι οι λεπτομέρειες δεν έχουν διευθετηθεί εκ των προτέρων δημιουργεί τον κίνδυνο μιας συνάντησης χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Όπως επισήμανε ο πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου Τζιμ Τάουνσεντ: "Η διαδικασία είναι ανάποδη. Οι λεπτομέρειες πρέπει να προηγούνται μιας συνόδου κορυφής, διαφορετικά υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αποτυχίας".

Η ενδεχόμενη συνάντηση Πούτιν και Ζελένσκι υπό την αιγίδα του Τραμπ δεν αποτελεί απλώς μια διπλωματική φωτογραφία. Αντιπροσωπεύει μια κρίσιμη δοκιμασία αξιοπιστίας: κατά πόσο η Ρωσία μπορεί να τηρήσει τις δεσμεύσεις της και εάν η Ουκρανία θα καταφέρει να εξασφαλίσει τις εγγυήσεις που απαιτεί. Τα εμπόδια παραμένουν πολυάριθμα και οι αμφιβολίες έντονες, γεγονός που καθιστά την πορεία προς την ειρήνη περισσότερο αβέβαιη από ποτέ.