Να υπερβεί σκοπέλους και να βρει συμβιβασμούς καλείται ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός, Σεμπαστιάν Λεκορνί, ο 39χρονος έμπιστος συνεργάτης του Εμανουέλ Μακρόν, που έγινε ο νέος ένοικος του Ματινιόν μετά την πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού. Ο Λεκορνί, ο τρίτος πρωθυπουργός της χώρας σε διάστημα μόλις ενός έτους, ήδη κατά την παραλαβή των νέων καθηκόντων του, την Τετάρτη (ενώ η χώρα «κλονιζόταν» από τις διαδηλώσεις του κινήματος «Μπλοκάρουμε τα πάντα», στις οποίες μετείχαν πάνω από 175.000 πολίτες, σύμφωνα με το γαλλικό υπουργείο Εσωτερικών), θέλησε να στείλει συγκεκριμένα μηνύματα, υποσχόμενος μια «ρήξη» με το παρελθόν, ενώ σημείωσε πως τίποτα «δεν είναι ακατόρθωτο». «Πρέπει να αλλάξουμε», σημείωσε, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να αποστασιοποιηθεί από τον Φρανσουά Μπαϊρού και να αναζητήσει σημεία επαφής με την αντιπολίτευση, τα οποία ο προκάτοχός του δεν βρήκε. Στις πρώτες του κινήσεις, πάντως, δεν έχει διαφοροποιηθεί ουσιωδώς, ξεκινώντας με έναν παρεμφερή με τον Μπαϊρού τρόπο τη θητεία του: τον Ιανουάριο, ο πρώην, πλέον, Γάλλος πρωθυπουργός εξασφάλισε την ανοχή των Σοσιαλιστών για να υπερψηφιστεί ο προϋπολογισμός του 2025 ζητώντας από τους εκπροσώπους των εργαζομένων και των επιχειρηματικών ηγετών να «επανεπεξεργαστούν» τον νόμο για το συνταξιοδοτικό του 2023, που είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων. Επειτα από 4 μήνες, ο διάλογος σταμάτησε, με τη «Le Monde» να αναφέρει την Πέμπτη πως ο Λεκορνί θέλει να ενεργοποιήσει εκ νέου το κονκλάβιο και να οδηγήσει τα πράγματα σε μια συμφωνία.

Ο Εμανουέλ Μακρόν, από την πλευρά του, σύμφωνα με σχόλια από το περιβάλλον του που δημοσίευσε το Politico, δείχνει σύμφωνος με τη στρατηγική Λεκορνί σε σχέση με τους χειρισμούς για τον προϋπολογισμό, που στοχεύει σε δύο κατευθύνσεις: - Στη διατήρηση του κυβερνητικού συνασπισμού της συμμαχίας των κεντρώων κομμάτων υπό τον Μακρόν και των Ρεπουμπλικανών (Γκωλική Δεξιά, που ακόμα και εκείνοι διασπάστηκαν κατά την ψηφοφορία για την κυβέρνηση Μπαϊρού, με 27 να την υπερψηφίζουν, 13 να την καταψηφίζουν και 9 να απέχουν). - Στην προσέγγιση των Σοσιαλιστών, με το ενδεχόμενο να ανοίξει η κουβέντα και σε άλλα ζητήματα γύρω από τον προϋπολογισμό. Ωστόσο, εν προκειμένω, το δύσκολο είναι οι συμβιβασμοί: οι πιο συντηρητικοί και φιλοεπιχειρηματικοί Ρεπουμπλικανοί δύσκολα θα συναινέσουν στα προστάγματα των Σοσιαλιστών, που, πέραν του συνταξιοδοτικού και της πιθανής εγκατάλειψης της ιδέας περί κατάργησης δύο αργιών, επιζητούν και την επιβολή φόρου 2% στα «παχιά» πορτοφόλια, σε όσους έχουν προσωπική περιουσία πάνω από 100 εκατ. ευρώ, που θα μπορούσε να προσφέρει στα δημόσια ταμεία μέχρι και 15 δισ. ευρώ (σ.σ.: πρόκειται για ιδέα του Gabriel Zucman, διευθυντή του Φορολογικού Παρατηρητηρίου της Ε.Ε., που έχει προτείνει στο παρελθόν τη θέσπιση ενός παγκόσμιου ελάχιστου φόρου, με τις υπεράκτιες δραστηριότητες στο επίκεντρο). Κάτι τέτοιο, παράλληλα, ενδέχεται να απομακρύνει τους επενδυτές από τη Γαλλία (με τη φορολογία στο 44%), γεγονός που ο Μακρόν δεδομένα θέλει να αποφύγει.


Το "καμπανάκι" των Οίκων

Τα παραπάνω, δε, συμβαίνουν, ενώ το «καμπανάκι» των οίκων αξιολόγησης ηχεί για τα καλά στο Παρίσι, που καλείται να διορθώσει το έλλειμμα του 5,4% και να επαναφέρει το γαλλικό αξιόχρεο σε μια καλύτερη τροχιά από την υπάρχουσα, με τη Γαλλία για πρώτη φορά στα χρονικά, όπως σημείωσε το Bloomberg στις αρχές της εβδομάδας, να δανείζεται πιο ακριβά ακόμα και από την Ιταλία, που άλλοτε θεωρείτο συνώνυμη της δημοσιονομικής σπατάλης στην ευρωζώνη (σ.σ.: σημειώνεται πως το αντίστοιχο συνέβη με το ελληνικό αξιόχρεο ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο, που μέχρι και έναν χρόνο νωρίτερα βρισκόταν ακόμη στην κατηγορία «junk»). Ετσι, με ενδιαφέρον ανέμενε η αγορά την αξιολόγηση του οίκου Fitch χθες, Παρασκευή 12/9 (σ.σ.: με το αποτέλεσμά της να μην είναι γνωστό την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές), ενώ ακολουθεί ένα «καυτό» δίμηνο, καθώς σειρά θα έχουν οι Moody’s (στις 24/10) και Standard and Poor’s (στις 28/11).

Σημειώνεται πως την άνοιξη οι αξιολογήσεις έκριναν αρνητικές τις προοπτικές για τη γαλλική οικονομία, ωστόσο διατήρησαν το πολυπόθητο «ΑΑ», κάτι που σημαίνει, όπως ανέφερε και σχετική ανάλυση του CNBC, πως το γαλλικό αξιόχρεο παραμένει εντός επενδυτικής βαθμίδας, με τα ομόλογα της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας στην ευρωζώνη να συνεπάγονται χαμηλό πιστωτικό κίνδυνο. «Αν η Γαλλία χάσει την πολυπόθητη αξιολόγηση “ΑΑ”, θα έχει σοβαρές επιπτώσεις για τους θεσμικούς (κατόχους ομολόγων)», δήλωσε στο CNBC ο Mohit Kumar, επικεφαλής οικονομολόγος Ευρώπης στην Jefferies. «Το γαλλικό χρέος έχει μεγάλη ζήτηση από θεσμικούς επενδυτές, ιδιαίτερα από την Ασία, αλλά αυτοί έχουν αυστηρά κριτήρια να κατέχουν χρέος “ΑΑ”», συνέχισε. Ενα σενάριο στο οποίο η πολιτική αναταραχή θα παρατεαθεί για περισσότερο από τρεις έως έξι μήνες και οι οίκοι αξιολόγησης θα υποβαθμίσουν τη χώρα θα ήταν το «χειρότερο δυνατό για το γαλλικό χρέος», είπε ο Kumar, την ώρα που οι προοπτικές φαντάζουν ακόμα πιο αρνητικές σε περίπτωση προκήρυξης νέων βουλευτικών εκλογών. Βέβαια, σημειώνεται πως, παρά την αύξηση των επιτοκίων, η Γαλλία εξακολουθεί να έχει πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί πλέον, το πιο πιθανό σενάριο είναι κάποια παρέμβαση της ΕΚΤ ή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, που δημιουργήθηκε για να διαχειρίζεται κρίσεις χρέους εντός της ευρωζώνης. Σε κάθε περίπτωση, το Παρίσι καλείται να λάβει τις αποφάσεις του.