Γιατί η Τουρκία δεν μπορεί να πάρει τα F35: Τι λένε στα "Παραπολιτικά" δύο σημαίνοντα μέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ
Ποιος έχει τον τελευταίο λόγο;
Ο Κρις Βαν Χόλεν και η Ντίνα Τάιτους τονίζουν πως για τις πωλήσεις μαχητικών στην Άγκυρα αποφασίζει το αμερικανικό νομοθετικό σώμα

Η συνάντηση του προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν µε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραµπ στον Λευκό Οίκο έβαλε ξανά στο τραπέζι, έπειτα από αρκετά χρόνια -και µάλιστα µε τρόπο εµφατικό- το ζήτηµα της προµήθειας των αεροσκαφών F-35 από την Άγκυρα. Πόσο εύκολο είναι, όµως, να µπορέσει να πάρει τελικά η τουρκική πολεµική αεροπορία τα αµερικανικά µαχητικά τελευταίας γενιάς; Η αλήθεια είναι πως ο δρόµος αυτός είναι στρωµένος µε αγκάθια, που δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τα υπερβεί.
Διαβάστε: Οι τρεις μεγάλες νίκες Μητσοτάκη στον ΟΗΕ: Τα deals που "κλείδωσε" και τα μηνύματα για Ερντογάν και εκλογές
∆ύο σηµαίνοντα µέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ, µιλώντας αποκλειστικά στα «Π», επιβεβαιώνουν το δεδοµένο αυτό. Το φθινόπωρο του 2020, επί πρώτης διακυβέρνησης Τραµπ, παρά την έντονη αντίδραση της Αγκυρας, µπήκε στο σχέδιο του αµερικανικού αµυντικού προϋπολογισµού για το 2021 διάταξη για την επιβολή εντός 30 ηµερών από την ψήφισή του κυρώσεων CAATSA στην Τουρκία για την αγορά του ρωσικού συστήµατος αντιαεροπορικής άµυνας S-400. Η διάταξη αυτή µάλιστα αφαιρούσε από τον πρόεδρο της χώρας τη δυνατότητα να αποφασίσει εκείνος τη χρονική στιγµή επιβολής των κυρώσεων αυτών. Ο νόµος ψηφίστηκε και προέβλεπε συγκεκριµένα την επιβολή κυρώσεων εναντίον της ∆ιεύθυνσης Αµυντικής Βιοµηχανίας της Τουρκικής ∆ηµοκρατίας (SBB), του προέδρου της, καθώς και άλλων στελεχών της, σε εφαρµογή του Τµήµατος 231 του νόµου Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act (CAATSA). Όπως είχε ανακοινώσει τότε το υπουργείο Οικονοµικών των ΗΠΑ, στις ποινές περιλαµβανόταν απαγόρευση έκδοσης αδειών για εξαγωγή προϊόντων ή τεχνολογίας στην SBB. Μεταξύ άλλων, επιβλήθηκε επίσης πάγωµα περιουσιακών στοιχείων στον επικεφαλής της ∆ιεύθυνσης και σε τρία ακόµα στελέχη.
Σήµερα, πέντε χρόνια αργότερα, µετά τη συνάντηση στον Λευκό Οίκο και το «πράσινο φως» που άναψε ο Ντόναλντ Τραµπ, το ενδιαφέρον για τα «τουρκικά» F-35 και F-16 στρέφεται στην κορυφή του λόφου του Καπιτωλίου, όπου στεγάζεται το αµερικανικό Κογκρέσο. Το νοµοθετικό σώµα των ΗΠΑ (που συναποτελείται από τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων) έχει πάντοτε τον τελευταίο λόγο στην πώληση στρατιωτικού εξοπλισµού σε ξένη χώρα, όπως είναι δηλαδή τα αµερικανικά µαχητικά αεροσκάφη τέταρτης γενιάς (F-16) και πέµπτης γενιάς (F-35).
Οι Ρεπουµπλικανοί έχουν την πλειοψηφία και στη Γερουσία και στη Βουλή, µε τις επιτροπές Εξωτερικών Υποθέσεων και Αµυνας και των δύο σωµάτων να πρέπει να εγκρίνουν τις συµφωνίες. «∆εν έχω κρύψει τις ανησυχίες µου σχετικά µε την Τουρκία ως έναν άπιστο σύµµαχο υπό τον πρόεδρο Ερντογάν», τονίζει στη δήλωσή του στα «Π» ο Κρις Βαν Χόλεν, ∆ηµοκρατικός γερουσιαστής από το Μέριλαντ και µέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, που θα κληθεί να εγκρίνει την πώληση µαχητικών αεροσκαφών στην Τουρκία.
«Παρότι η κυβέρνηση Μπάιντεν επέλεξε να προχωρήσει µε την πώληση των F-16 στην Τουρκία µετά την επικύρωση από την Αγκυρα της προσχώρησης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ πέρυσι, εξακολουθώ να ανησυχώ για τις απειλές του προέδρου Ερντογάν εναντίον των Κούρδων συµµάχων µας στη Συρία, την επιθετικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και για την κατοχή από την Τουρκία ενός ρωσικού συστήµατος αντιαεροπορικής άµυνας που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των πιλότων του ΝΑΤΟ», συνεχίζει ο γερουσιαστής Βαν Χόλεν και συµπληρώνει: «Ο νόµος είναι σαφής: όσο η Τουρκία διαθέτει το ρωσικό σύστηµα αντιαεροπορικής άµυνας S-400, η Αγκυρα αποκλείεται από το πρόγραµµα των F-35. Το Κογκρέσο το έχει καταστήσει σαφές σε διακοµµατική βάση και η κυβέρνηση Τραµπ δεν θα πρέπει να προσπαθήσει να παρακάµψει τον νόµο αυτό».
Εξίσου κατηγορηµατική -και ακόµα πιο αυστηρή- είναι η δήλωση της Ντίνα Τάιτους, που είναι βουλευτής στη Νεβάδα µε το ∆ηµοκρατικό Κόµµα και µέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, από όπου επίσης περνάνε οι πωλήσεις οπλικών συστηµάτων σε τρίτες χώρες. «Ο πρόεδρος Ερντογάν απέκτησε S-400 από τη Ρωσία, απείλησε να εισβάλει στο Ισραήλ, προσέφερε ασφαλές καταφύγιο στη “Χαµάς” στην Τουρκία και συνέχισε την κατοχή της Κύπρου και τις υπερπτήσεις στο Αιγαίο εις βάρος της Ελλάδας», τονίζει η έµπειρη βουλευτής.
«∆εδοµένης της αποτυχίας της Τουρκίας να αποτελέσει έναν παραγωγικό εταίρο και έναν αξιόπιστο σύµµαχο στο ΝΑΤΟ, οι Ηνωµένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να ανταµείψουν τις ενέργειες του Ερντογάν µε F-35 ή µε κιτ εκσυγχρονισµού των F-16. Οποιαδήποτε πρόοδος προς την επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραµµα των F-35 στη συνάντηση του Τραµπ µε τον Ερντογάν αυτή την εβδοµάδα θα είναι απολύτως απαράδεκτη. Ο Τραµπ πρέπει να δει τον Ερντογάν όπως πραγµατικά είναι: ως έναν ταραξία εντός της συµµαχίας του ΝΑΤΟ» (σ.σ.: η δήλωση έγινε την παραµονή της συνάντησης των προέδρων των ΗΠΑ και της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον).
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Διαβάστε: Οι τρεις μεγάλες νίκες Μητσοτάκη στον ΟΗΕ: Τα deals που "κλείδωσε" και τα μηνύματα για Ερντογάν και εκλογές
∆ύο σηµαίνοντα µέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ, µιλώντας αποκλειστικά στα «Π», επιβεβαιώνουν το δεδοµένο αυτό. Το φθινόπωρο του 2020, επί πρώτης διακυβέρνησης Τραµπ, παρά την έντονη αντίδραση της Αγκυρας, µπήκε στο σχέδιο του αµερικανικού αµυντικού προϋπολογισµού για το 2021 διάταξη για την επιβολή εντός 30 ηµερών από την ψήφισή του κυρώσεων CAATSA στην Τουρκία για την αγορά του ρωσικού συστήµατος αντιαεροπορικής άµυνας S-400. Η διάταξη αυτή µάλιστα αφαιρούσε από τον πρόεδρο της χώρας τη δυνατότητα να αποφασίσει εκείνος τη χρονική στιγµή επιβολής των κυρώσεων αυτών. Ο νόµος ψηφίστηκε και προέβλεπε συγκεκριµένα την επιβολή κυρώσεων εναντίον της ∆ιεύθυνσης Αµυντικής Βιοµηχανίας της Τουρκικής ∆ηµοκρατίας (SBB), του προέδρου της, καθώς και άλλων στελεχών της, σε εφαρµογή του Τµήµατος 231 του νόµου Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act (CAATSA). Όπως είχε ανακοινώσει τότε το υπουργείο Οικονοµικών των ΗΠΑ, στις ποινές περιλαµβανόταν απαγόρευση έκδοσης αδειών για εξαγωγή προϊόντων ή τεχνολογίας στην SBB. Μεταξύ άλλων, επιβλήθηκε επίσης πάγωµα περιουσιακών στοιχείων στον επικεφαλής της ∆ιεύθυνσης και σε τρία ακόµα στελέχη.
Ποιος έχει τον τελευταίο λόγο για τα "τουρκικά" F-35 και F-16;
Σήµερα, πέντε χρόνια αργότερα, µετά τη συνάντηση στον Λευκό Οίκο και το «πράσινο φως» που άναψε ο Ντόναλντ Τραµπ, το ενδιαφέρον για τα «τουρκικά» F-35 και F-16 στρέφεται στην κορυφή του λόφου του Καπιτωλίου, όπου στεγάζεται το αµερικανικό Κογκρέσο. Το νοµοθετικό σώµα των ΗΠΑ (που συναποτελείται από τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων) έχει πάντοτε τον τελευταίο λόγο στην πώληση στρατιωτικού εξοπλισµού σε ξένη χώρα, όπως είναι δηλαδή τα αµερικανικά µαχητικά αεροσκάφη τέταρτης γενιάς (F-16) και πέµπτης γενιάς (F-35). Οι Ρεπουµπλικανοί έχουν την πλειοψηφία και στη Γερουσία και στη Βουλή, µε τις επιτροπές Εξωτερικών Υποθέσεων και Αµυνας και των δύο σωµάτων να πρέπει να εγκρίνουν τις συµφωνίες. «∆εν έχω κρύψει τις ανησυχίες µου σχετικά µε την Τουρκία ως έναν άπιστο σύµµαχο υπό τον πρόεδρο Ερντογάν», τονίζει στη δήλωσή του στα «Π» ο Κρις Βαν Χόλεν, ∆ηµοκρατικός γερουσιαστής από το Μέριλαντ και µέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, που θα κληθεί να εγκρίνει την πώληση µαχητικών αεροσκαφών στην Τουρκία.
«Παρότι η κυβέρνηση Μπάιντεν επέλεξε να προχωρήσει µε την πώληση των F-16 στην Τουρκία µετά την επικύρωση από την Αγκυρα της προσχώρησης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ πέρυσι, εξακολουθώ να ανησυχώ για τις απειλές του προέδρου Ερντογάν εναντίον των Κούρδων συµµάχων µας στη Συρία, την επιθετικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και για την κατοχή από την Τουρκία ενός ρωσικού συστήµατος αντιαεροπορικής άµυνας που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των πιλότων του ΝΑΤΟ», συνεχίζει ο γερουσιαστής Βαν Χόλεν και συµπληρώνει: «Ο νόµος είναι σαφής: όσο η Τουρκία διαθέτει το ρωσικό σύστηµα αντιαεροπορικής άµυνας S-400, η Αγκυρα αποκλείεται από το πρόγραµµα των F-35. Το Κογκρέσο το έχει καταστήσει σαφές σε διακοµµατική βάση και η κυβέρνηση Τραµπ δεν θα πρέπει να προσπαθήσει να παρακάµψει τον νόµο αυτό».
Εξίσου κατηγορηµατική -και ακόµα πιο αυστηρή- είναι η δήλωση της Ντίνα Τάιτους, που είναι βουλευτής στη Νεβάδα µε το ∆ηµοκρατικό Κόµµα και µέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, από όπου επίσης περνάνε οι πωλήσεις οπλικών συστηµάτων σε τρίτες χώρες. «Ο πρόεδρος Ερντογάν απέκτησε S-400 από τη Ρωσία, απείλησε να εισβάλει στο Ισραήλ, προσέφερε ασφαλές καταφύγιο στη “Χαµάς” στην Τουρκία και συνέχισε την κατοχή της Κύπρου και τις υπερπτήσεις στο Αιγαίο εις βάρος της Ελλάδας», τονίζει η έµπειρη βουλευτής.
«∆εδοµένης της αποτυχίας της Τουρκίας να αποτελέσει έναν παραγωγικό εταίρο και έναν αξιόπιστο σύµµαχο στο ΝΑΤΟ, οι Ηνωµένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να ανταµείψουν τις ενέργειες του Ερντογάν µε F-35 ή µε κιτ εκσυγχρονισµού των F-16. Οποιαδήποτε πρόοδος προς την επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραµµα των F-35 στη συνάντηση του Τραµπ µε τον Ερντογάν αυτή την εβδοµάδα θα είναι απολύτως απαράδεκτη. Ο Τραµπ πρέπει να δει τον Ερντογάν όπως πραγµατικά είναι: ως έναν ταραξία εντός της συµµαχίας του ΝΑΤΟ» (σ.σ.: η δήλωση έγινε την παραµονή της συνάντησης των προέδρων των ΗΠΑ και της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον).
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά