Η συζήτηση για την ψηφιακή κυριαρχία και την τεχνολογία κυριάρχησε στο πρώτο σκέλος της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που πραγματοποιήθηκε στο Στρασβούργο από τις 6 έως τις 9 Οκτωβρίου. Η πλειοψηφία των ευρωβουλευτών εξέφρασε την ανησυχία της ότι η ΕΕ κινδυνεύει να μείνει τεχνολογικά πίσω σε σχέση με την Κίνα και τις ΗΠΑ, παραμένοντας εξαρτημένη από τους αμερικανικούς και κινεζικούς τεχνολογικούς κολοσσούς.

Η έννοια της ψηφιακής κυριαρχίας δεν αφορά μόνο την οικονομία ή τη βιομηχανία, αλλά αγγίζει την ίδια τη δημοκρατική και στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, τόνισαν οι ευρωβουλευτές. Μεταξύ των προτάσεων που συζητήθηκαν ήταν: Η ενίσχυση των ευρωπαϊκών εταιρειών cloud και υπολογιστικών υποδομών, η ανάπτυξη εγχώριων chips και μικροεπεξεργαστών μέσω του European Chips Act, η επιτάχυνση της εφαρμογής του AI Act για την υπεύθυνη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και η καθιέρωση αυστηρότερων κανόνων διαφάνειας για τις εταιρείες Big Tech — ειδικά σε θέματα προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Η ευρωβουλευτής της παράταξης Renew Europe, Σοφί Ιν’τ Βελντ, υπογράμμισε ότι «η ψηφιακή ανεξαρτησία δεν είναι πολυτέλεια, αλλά όρος πολιτικής επιβίωσης». Παράλληλα, μέλη της Επιτροπής Βιομηχανίας και Έρευνας προειδοποίησαν ότι χωρίς κοινή ευρωπαϊκή δράση, η ήπειρος θα παραμείνει «παρατηρητής και όχι πρωταγωνιστής» στις παγκόσμιες εξελίξεις της τεχνητής νοημοσύνης και της κυβερνοασφάλειας.

Οι ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις


Ορισμένα κράτη-μέλη, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, υποστηρίζουν μια πιο «προστατευτική» προσέγγιση, ενώ άλλες χώρες, όπως η Σουηδία και η Εσθονία, προκρίνουν την ελευθερία της αγοράς και τη συνεργασία με ιδιωτικές πλατφόρμες των ΗΠΑ. Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύτηκε να ενισχύσει τον ευρωπαϊκό ψηφιακό προϋπολογισμό και να προωθήσει κοινά ερευνητικά κέντρα για τεχνολογίες αιχμής. Όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά στην ολομέλεια, «η τεχνολογία είναι το νέο πεδίο μάχης της γεωπολιτικής ισχύος» — και η Ευρώπη δεν μπορεί να το αγνοεί.

Ο ρόλος της ΕΕ στη Γάζα και τη Μέση Ανατολή


Η κατάσταση στη Γάζα αποτέλεσε το πιο φορτισμένο πολιτικά θέμα της ολομέλειας. Μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και την ειρηνευτική πρωτοβουλία των ΗΠΑ, το Ευρωκοινοβούλιο κλήθηκε να καθορίσει τη στάση της ΕΕ την επόμενη μέρα. Οι συζητήσεις ήταν έντονες. Από τη μία πλευρά, οι κεντρώες και συντηρητικές ομάδες (EPP, Renew, S&D) τόνισαν την ανάγκη για «ρεαλισμό και σταδιακή προσέγγιση», μέσω στήριξης της ανοικοδόμησης με αυστηρή επιτήρηση των κονδυλίων και συνεργασία μόνο με διεθνώς αναγνωρισμένους φορείς. Από την άλλη, οι ομάδες της Αριστεράς και των Πρασίνων κατηγόρησαν την Επιτροπή και το Συμβούλιο για «αναιμική στάση» και «ανθρωπιστική αδράνεια».

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε νέο πακέτο ανθρωπιστικής βοήθειας ύψους 500 εκατ. ευρώ, καθώς και συμμετοχή σε ένα διεθνές ταμείο ανοικοδόμησης, υπό τον όρο της πλήρους διαφάνειας και αποτροπής διοχέτευσης πόρων σε ένοπλες ομάδες. Ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, προειδοποίησε ότι η Ευρώπη πρέπει να παίξει πραγματικό πολιτικό ρόλο στη Μέση Ανατολή και όχι απλώς να «υπογράφει επιταγές». Πρότεινε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού διαλόγου για τη Γάζα, με στόχο τη σταθερότητα και την προώθηση μιας βιώσιμης λύσης δύο κρατών.

Ωστόσο, η συζήτηση αποκάλυψε τις ενδοευρωπαϊκές διαφωνίες, καθώς οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και τα σκανδιναβικά κράτη ζητούν αυστηρή στάση απέναντι στη Χαμάς, ενώ η Ιρλανδία, η Ισπανία και το Βέλγιο πιέζουν για την αναγνώριση της Παλαιστινιακής Αρχής ως πλήρους συνομιλητή της ΕΕ.
Αναλυτές στις Βρυξέλλες σημειώνουν ότι η στάση του Ευρωκοινοβουλίου «αντικατοπτρίζει μια Ευρώπη που θέλει να μιλήσει με μία φωνή, αλλά ακόμα αναζητά ποια είναι αυτή η φωνή».

Οι ρωσικές παραβιάσεις και η επιστροφή της ασφάλειας στο προσκήνιο


Οι επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις του εναέριου χώρου των χωρών της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας από ρωσικά μαχητικά και drones αποτέλεσαν ένα ακόμη καίριο θέμα συζήτησης. Τα περιστατικά, που έχουν πολλαπλασιαστεί από τις αρχές του έτους, προκαλούν αυξανόμενη ανησυχία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Η ΕΕ, όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, «ξυπνά σε μια νέα εποχή ασφάλειας». Το Ευρωκοινοβούλιο κάλεσε τα κράτη-μέλη να προχωρήσουν άμεσα στην ενεργοποίηση του προγράμματος European Sky Shield, σε συντονισμό με το ΝΑΤΟ, για την ενίσχυση της αντιπυραυλικής και αντιαεροπορικής άμυνας.
Προτάθηκε επίσης η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου Ανίχνευσης Υβριδικών Απειλών, για την αντιμετώπιση κυβερνοπολέμου, παραπληροφόρησης και ενεργειακού σαμποτάζ.

Αποφασίστηκε η αύξηση της χρηματοδότησης για την προστασία κρίσιμων υποδομών, όπως αγωγών φυσικού αερίου, υποθαλάσσιων καλωδίων και ηλεκτρικών δικτύων. Η πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, χαρακτήρισε τις ενέργειες της Μόσχας «απαράδεκτη πρόκληση» και προειδοποίησε ότι η Ευρώπη «δεν θα επιτρέψει τη μετατροπή των συνόρων της σε γκρίζες ζώνες αστάθειας». Οι ευρωβουλευτές από Πολωνία, Λετονία και Φινλανδία ζήτησαν μόνιμες ευρωπαϊκές δυνάμεις ταχείας αντίδρασης στα σύνορα τους — πρόταση που συνάντησε επιφυλάξεις λόγω κόστους και επικαλύψεων με το ΝΑΤΟ. Η Επιτροπή Άμυνας (SEDE) εισηγήθηκε τη θέσπιση ενιαίου ευρωπαϊκού πρωτοκόλλου αντιμετώπισης υβριδικών επιθέσεων, για ταχύτερη ανταλλαγή πληροφοριών και καλύτερο συντονισμό. Η συνολική συζήτηση κατέδειξε ότι η ασφάλεια επιστρέφει στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής, όχι μόνο ως στρατιωτικό ζήτημα, αλλά ως πυλώνας επιβίωσης μιας ηπείρου που απειλείται ταυτόχρονα στον αέρα, στον κυβερνοχώρο και στην ενημέρωση.

Η ελληνική διάσταση


Για την Ελλάδα, οι αποφάσεις της τελευταίας ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο ανοίγουν νέους δρόμους, που συνοψίζονται στα εξής:

  • Συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα κυβερνοασφάλειας και άμυνας,
  • Εδραίωση της Αθήνας ως διπλωματικού κόμβου για τη Μεσόγειο,
  • Ένταξη ελληνικών start-ups σε έργα τεχνητής νοημοσύνης και cloud.

«Η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της νέας ευρωπαϊκής εποχής, αρκεί να κινηθούμε γρήγορα», σημείωσε χαρακτηριστικά ο ευρωβουλευτής Δημήτρης Παπαδημούλης. Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι οι συζητήσεις στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου έδειξαν πως η Ευρώπη αρχίζει να συνειδητοποιεί —έστω και καθυστερημένα— ότι ο 21ος αιώνας δεν θα καθοριστεί μόνο από την οικονομία, αλλά και από την ικανότητά της να προστατεύει, να καινοτομεί και να αποφασίζει ενιαία.