Οι δεσμοί της Τουρκίας με τη Χαμάς, που κάποτε αποτελούσαν εμπόδιο για την Ουάσινγκτον, έχουν μετατραπεί σε γεωπολιτικό πλεονέκτημα. Πείθοντας τη Χαμάς να αποδεχτεί τη συμφωνία του Ντόναλντ Τραμπ για τη Γάζα, η Άγκυρα εισήγαγε πάλι τον εαυτό της στη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, προς απογοήτευση του Ισραήλ και των αραβικών αντιπάλων, όπως αναφέρει το πρακτορείο Reuters. Σημειώνεται ότι, η Χαμάς ήταν αρχικά αντίθετοι στο τελεσίγραφο του Τραμπ  σχετικά με την απελευθέρωση των Ισραηλινών ομήρων ή την αντιμετώπιση μιας ολοκληρωτικής καταστροφής. Ωστόσο, οι ηγέτες της Χαμάς υποχώρησαν μόνο όταν η Τουρκία -μια χώρα που θεωρούν πολιτικό προστάτη τους- τους προέτρεψε να συμφωνήσουν με το αμερικανικό σχέδιο.

Διαβάστε: Ερντογάν για Γάζα: Κακές επιδόσεις Ισραήλ στις εκεχειρίες - Τουρκία και ΗΠΑ θα επιβάλουν τη συμφωνία

Τραμπ για Ερντογάν: Είναι ένας από τους πιο ισχυρούς στον κόσμο

Μάλιστα, σύμφωνα με το Reuters επικαλούμενο δύο περιφερειακές πηγές και δύο αξιωματούχους, το μήνυμα της Άγκυρας ήταν ξεκάθαρο: τώρα είναι η ώρα να δεχτούν την συμφωνία. «Αυτός ο κύριος από ένα μέρος που ονομάζεται Τουρκία είναι ένας από τους πιο ισχυρούς στον κόσμο», δήλωσε ο Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, αναφερόμενος στον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αφού η παλαιστινιακή μαχητική ομάδα συμφώνησε σε ένα σχέδιο κατάπαυσης του πυρός και απελευθέρωσης ομήρων. «Είναι ένας αξιόπιστος σύμμαχος. Είναι πάντα εκεί όταν τον χρειάζομαι», δήλωσε.

Επισημαίνεται ότι, η υπογραφή του Ερντογάν στο έγγραφο της Γάζας ενίσχυσε την προσπάθεια της Τουρκίας να αναλάβει κεντρικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για μια θέση που ο Τούρκος πρόεδρος «παλεύει» να ανακτήσει, επικαλούμενος συχνά τους δεσμούς και την ηγεσία της οθωμανικής εποχής. Τώρα, μετά τη συμφωνία, η Τουρκία επιδιώκει να αποκομίσει οφέλη, μεταξύ άλλων και σε διμερή ζητήματα με τις ΗΠΑ, ανέφεραν οι πηγές.

Η επιτυχία της Τουρκίας στην συμφωνία ειρήνης

Παράλληλα, σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Σινάν Ουλγκέν, διευθυντής του think tank EDAM με έδρα την Κωνσταντινούπολη και ανώτερος ερευνητής στο Carnegie Europe, δήλωσε ότι η επιτυχία της Άγκυρας να εξασφαλίσει την αποδοχή της συμφωνίας του Τραμπ για τη Γάζα από τη Χαμάς της έχει δώσει νέα διπλωματική επιρροή στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Όπως είπε, η Τουρκία είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει την ανανεωμένη καλή θέληση της Ουάσιγκτον για να πιέσει για πρόοδο στις καθυστερημένες πωλήσεις μαχητικών αεροσκαφών F-35, την χαλάρωση των αμερικανικών κυρώσεων και την αμερικανική βοήθεια στην προώθηση των στόχων ασφαλείας της Τουρκίας στη γειτονική Συρία. «Εάν αυτές οι επαινετικές δηλώσεις του Τραμπ μεταφραστούν σε διαρκή καλή θέληση, η Άγκυρα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή τη δυναμική για να επιλύσει ορισμένες από τις μακροχρόνιες διαφωνίες», δήλωσε ο Ουλγκέν στο Reuters.

Οι σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκία

Σημειώνεται ότι, η γέφυρα στις σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης -ύστερα από έξι χρόνια- του Ερντογάν στον Λευκό Οίκο τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με αξιωματούχους. Στη συνάντηση συζητήθηκαν άλυτα ζητήματα, όπως η πίεση της Τουρκίας για την άρση των αμερικανικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν το 2020 λόγω της αγοράς ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, μια κίνηση που εξόργισε την Ουάσιγκτον και οδήγησε στην απομάκρυνσή της από το πρόγραμμα F-35.

Παράλληλα, η Συρία αποτέλεσε ακόμα ένα βασικό θέμα στη συζήτηση των δύο ηγετών. Η Τουρκία θέλει να ασκήσει πίεση στις υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ Κουρδικές Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) να ενσωματωθούν στον συριακό στρατό. Η Άγκυρα θεωρεί τις SDF ως απειλή λόγω των δεσμών τους με το PKK, το οποίο η Τουρκία χαρακτηρίζει ως τρομοκρατική οργάνωση. Αυτή η πίεση φαίνεται να κερδίζει έδαφος. Μάλιστα, ο διοικητής των SDF, Mazloum Abdi, επιβεβαίωσε έναν μηχανισμό για την ενσωμάτωση με τον συριακό στρατό, ένα αποτέλεσμα που η Τουρκία θεωρεί στρατηγική νίκη.

Επισημαίνεται ότι, η συμφωνία ειρήνης στη Γάζα δεν αποτέλεσε το μοναδικό γεγονός που βοήθησε στην ενίσχυση του κύρους της Τουρκίας. Υπενθυμίζεται ότι, νωρίτερα φέτος, ο Τραμπ επαίνεσε τον Ερντογάν για τη φιλοξενία των συνομιλιών μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ενώ η επιρροή της Άγκυρας αυξήθηκε μετά την πτώση του Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Συρία το 2024, όπου η Τουρκία υποστήριξε τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης.