Η Κάθριν Κόνολι είναι η νέα πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, δηλώνοντας ανεξάρτητη αλλά με στήριξη από τις δυνάμεις της Αριστεράς, οι οποίες συντάχθηκαν πίσω από το σύνθημά της: «Ουδετερότητα εκτός, συμπερίληψη εντός». Η 68χρονη νομικός και κλινική ψυχολόγος, ένα από τα εννέα παιδιά μιας βαθιά καθολικής οικογένειας, κατέγραψε σαρωτική νίκη, συγκεντρώνοντας 64% των ψήφων, έναντι της υποψήφιας του κυβερνώντος Φάιν Γκέιλ, Χέδερ Χάμφρις, που έμεινε πολύ πίσω.

Το αποτέλεσμα θεωρείται ράπισμα προς τη συντηρητική κυβέρνηση του Δουβλίνου και επιβεβαίωση της στροφής της κοινής γνώμης προς μια πιο κοινωνικά προοδευτική και ειρηνιστική πολιτική κατεύθυνση.

Στην πρώτη της ομιλία, από το Κάστρο του Δουβλίνου, λίγο μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, η νέα πρόεδρος δήλωσε: «Θα είμαι η πρόεδρος όλων των Ιρλανδών - μια πρόεδρος που ακούει, που αναστοχάζεται, που μιλά όταν κρίνεται αναγκαίο. Μαζί θα χτίσουμε μια νέα δημοκρατία που δίνει αξία σε κάθε πολίτη ξεχωριστά». Η προεδρία Κόνολι αναμένεται να σηματοδοτήσει μια περίοδο ενότητας, ειρήνης και κοινωνικής συνοχής, σύμφωνα με το πολιτικό της μότο: «Ειρήνη, ουδετερότητα, ενότητα, συμπερίληψη».

Διαδεχόμενη τον Μάικλ Χίγκινς, ο οποίος ολοκλήρωσε δύο διαδοχικές επταετείς προεδρικές θητείες, η Κόνολι γίνεται η 10η πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Γίνεται επίσης η τρίτη γυναίκα πρόεδρος μετά την Μέρι Ρόμπινσον (1990-1997) και την Μέρι Μακ Αλίς (1997-2011).

Aμφότερες είχαν προσδώσει νέα πνοή στον προεδρικό θεσμό όχι μόνο στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας αλλά και στην Ευρώπη, προωθώντας μια πιο σύγχρονη ανάγνωση του προεδρικού θεσμού στα κοινοβουλευτικά, πλειοψηφικά συστήματα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες κοινωνικής παρέμβασης που τους έδινε το Σύνταγμα – κάτι αντίστοιχο είχε επιχειρήσει και στην Ελλάδα η Κατερίνα Σακελλαροπούλου με το άνοιγμα της προεδρίας σε έναν ευρύτερο κοινωνικό διάλογο.


Ιρλανδία: Προεδρικές εκλογές με πολιτικό μήνυμα

Στην Ιρλανδία ο προεδρικός θεσμός είναι επίσης συμβολικός, συνδέεται με τυπικές κυρίως αρμοδιότητες καθώς και με αρμοδιότητες εκπροσώπησης στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα όμως η διαδικασία ανάδειξης του/της προέδρου με άμεση, καθολική ψηφοφορία προσδίδει στον προεδρικό θεσμό μεγαλύτερη λαϊκή νομιμοποίηση ώστε να λειτουργήσει ως θεματοφύλακας των συνταγματικών θεσμών, με μια πιο ουσιαστική εγγυητική λειτουργία. Μπορεί επίσης να προκηρύξει δημοψήφισμα και να ασκήσει βέτο -αρμοδιότητες όμως που ενεργοποιούνται με συνταγματική φειδώ γιατί, και εδώ, τον πρώτο ρόλο έχει η κοινοβουλευτική κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός.

H επικράτηση της Κόνολι, πρώην πρόεδρος του ιρλανδικού κοινοβουλίου, αποτελεί τομή και για έναν ακόμη λόγο. Είχε τη στήριξη ενός ευρύτερου συνασπισμού των αριστερών κομμάτων, από το Σιν Φέιν μέχρι τους Εργατικούς και τους Σοσιαλδημοκράτες που συσπειρώθηκαν για πρώτη φορά, υπερβαίνοντας την εικόνα κατακερματισμού των αριστερών δυνάμεων στη χώρα. Η νίκη της Κόνολι λειτουργεί επίσης ως ένα ράπισμα στα δύο συντηρητικά, κεντροδεξιά κόμματα Φιάνα Φάιλ και Γάιν Γκέιλ που συγκυβερνούν.

Δίνοντας ουσιαστικά την ευκαιρία για πρώτη φορά σε μια πρόεδρο από τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, οι ψηφοφόροι θέλησαν να εκφράσουν την απογοήτευσή τους από την συντηρητική συγκυβέρνηση για σειρά θεμάτων: από την στεγαστική κρίση και το αυξημένο κόστος ζωής μέχρι την εγκληματικότητα και τη μετανάστευση.

Σύμφωνα με τις πρώτες αναλύσεις του εκλογικού αποτελέσματος το 83% των ψηφοφόρων της Κόνολι ήταν μάλιστα νέοι ηλικίας 18 έως 34 ετών, στέλνοντας το δικό τους μήνυμα για συνολική αλλαγή.


Κριτική σε ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, Γερμανία

Η Κόνολι είναι υπέρμαχος της Eπανένωσης της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας με τη Βόρεια Ιρλανδία, μάχεται εδώ και δεκαετίες για την προστασία του κλίματος, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της κοινωνικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος όλων σε μια αξιοπρεπή κατοικία.

Ως προς την εξωτερική πολιτική είναι γνωστή για τις δημόσιες, ένθερμες τοποθετήσεις της υπέρ των Παλαιστινίων, έχει καταδικάσει τα εγκλήματα στη Γάζα και έχει εκφράσει έντονη κριτική στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Τάσσεται υπέρ της ουδετερότητας της χώρας και κατά της αύξησης των αμυντικών δαπανών.

Ως προς τις Βρυξέλλες ειδικότερα, επιρρίπτει στην Κομισιόν«μια τάση αυξανόμενης στρατιωτικοποίησης», ενώ έχει συγκρίνει τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με εκείνον του Χίτλερ τη δεκαετία του 1930, όπως παρατηρεί η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Rundschau.

Μένει να φανεί πώς θα λειτουργήσει στην πράξη η «συγκατοίτηση» με τη συντηρητική κυβέρνηση αλλά και ποιο θα είναι το αποτύπωμά της εν τέλει στην εξωτερική πολιτική -εάν επιλέξει να ενεργοποιήσει ορισμένες αρμοδιότητες παρέμβασης που της δίνει το Σύνταγμα της χώρας της.