Την Τετάρτη 22/10, το Eυρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε την έναρξη συνομιλιών με τη Δανέζικη Προεδρία του Συμβουλίου σχετικά με την απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου, όπως προτάθηκε στις 16 Οκτωβρίου από τις Επιτροπές Διεθνούς Εμπορίου και Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αναμένεται να ξεκινήσουν άμεσα με στόχο την επίτευξη συμφωνίας, μετά την συνάντηση των υπουργών ενέργειας της ΕΕ στις 20/10 στις Βρυξέλλες στην οποία αποφάσισαν την απαγόρευση των ενεργειακών ρωσικών προϊόντων στις 25 από τις 27 χώρες μέλη της Ένωσης. Η Ουγγαρία και η Σλοβακία θα εξαιρεθούν από αυτή την απόφαση λόγω ανησυχιών που σχετίζονται με την ασφάλεια του εφοδιασμού.

Σχετικές πληροφορίες

Το σχέδιο νομοθετικής πράξης έρχεται ως απάντηση στη συστηματική εργαλειοποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού από τη Ρωσία, μια τάση που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες και η οποία κλιμακώθηκε μετά την εισβολή πλήρους κλίμακας στην Ουκρανία το 2022. Η στρατιωτική εισβολή συνοδεύτηκε από περαιτέρω εσκεμμένη χειραγώγηση της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των παροχών από την Gazprom και της απότομης διακοπής των αγωγών, με αποτέλεσμα οι τιμές της ενέργειας να αυξηθούν έως και οκτώ φορές σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

Οι λόγοι πίσω από την απόφαση

Η συγκεκριμένη πρόταση νομοθετικής πράξης στοχεύει να προστατεύσει τα συμφέροντα της Ένωσης, με πρώτο αυτό της ενεργειακής ασφάλειας, καθώς και τη σταθερότητα της αγοράς, αλλά και τη γεωπολιτική αυτονομία της ΕΕ, από τον κίνδυνο εργαλειοποίησης της ενέργειας.

Η ανάγκη διαφοροποίησης των προμηθειών

Η ΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι δεν μπορεί να συνεχίζει να εξαρτάται πλήρως από μία μόνο χώρα-προμηθευτή. Για το λόγο αυτό διατύπωσε το σχέδιο REPowerEU για να επιταχύνει τη μείωση της εξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, να ενισχύσει την εξοικονόμηση ενέργειας, τις ανανεώσιμες πηγές και τη διαφοροποίηση των προμηθειών Η πρόταση απαγόρευσης εισαγωγών ρωσικού αερίου και πετρελαίου αποτελεί ένα από τα «εργαλεία» αυτής της στρατηγικής αποδέσμευσης.

Οικονομικοί λόγοι: εξάρτηση από έσοδα της Ρωσίας

Ουσιαστικά η αγορά ρωσικών καυσίμων τροφοδοτεί κρατικά έσοδα της Ρωσίας, τα οποία με τη σειρά τους υποστηρίζουν τη στρατιωτική μηχανή . Η ΕΕ θεωρεί ότι με τη μείωση των εισαγωγών ρωσικής ενέργειας πλήττει και μια σημαντική χρηματοδοτική ροή προς τη στρατιωτικο-πολιτική δράση της Ρωσίας.

Νομικά και ρυθμιστικά εργαλεία για προστασία της αγοράς

Η πρόταση δεν αφορά απλώς απαγόρευση εισαγωγών, αλλά εμπεριέχει και μηχανισμούς ελέγχου, όπως π.χ. πιστοποίηση της προέλευσης του φυσικού αερίου και πετρελαίου, απαγόρευση της προσωρινής αποθήκευσης ρωσικής προέλευσης φυσικού αερίου σε εγκαταστάσεις της ΕΕ, αυστηρότεροι έλεγχοι για παρακράτηση και εξαγωγή μέσω τρίτων χωρών. Στην τελευταία μάλιστα δράση έχει άμεση εμπλοκή και ο γνωστός πλέον «σκιώδης στόλος» της Μόσχας. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν πρόκειται για μια «απλή» πολιτική απόφαση, αλλά για κανονιστικό πλαίσιο που στοχεύει στην αποτροπή παράκαμψης των κυρώσεων.

Τα κύρια σημεία της προτεινόμενης νομοθεσίας

Από την 1η Ιανουαρίου 2026 η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαγορεύσει πλήρως τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, τόσο μέσω αγωγών όσο και σε υγροποιημένη μορφή (LNG), με ορισμένες εξαιρέσεις για συμβόλαια που έχουν υπογραφεί πριν από τις 17 Ιουνίου 2025. Τα μακροχρόνια συμβόλαια θα μπορούν να ισχύουν έως το 2027 ή, κατ’ εξαίρεση, έως το 2028, ώστε να εξασφαλιστεί ομαλή μετάβαση. Από την ίδια ημερομηνία ( 1 Ιανουαρίου 2026) θα ισχύει και η απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου και των παραγώγων του. Η ΕΕ προβλέπει αυστηρούς ελέγχους για την αποτροπή παράκαμψης των μέτρων μέσω τρίτων χωρών, ενώ οι εταιρείες που θα αναγκαστούν να λύσουν συμβόλαια ρωσικής προέλευσης θα μπορούν να επικαλεστούν λόγους «ανωτέρας βίας», προκειμένου να μην επιβαρυνθούν με αποζημιώσεις.

Ζήτημα στρατηγικής ασφάλειας και αυτονομίας.

Η υιοθέτηση ενός τέτοιου νομοθετικού πλαισίου σηματοδοτεί ότι η ΕΕ θεωρεί πλέον τη ρωσική ενεργειακή προμήθεια όχι απλώς ως οικονομικό θέμα, αλλά ως ζήτημα στρατηγικής ασφάλειας και πολιτικής αυτονομίας. Υπάρχει επίσης μια σαφής μετατόπιση της ΕΕ προς τη λογική της διαφοροποίησης, της εσωτερικής αποταμίευσης ενέργειας και της ενίσχυσης των ΑΠΕ. Για τα κράτη-μέλη της ΕΕ με μεγάλες εξαρτήσεις από ρωσική ενέργεια, όπως π.χ. κράτη της Κεντρικής/Ανατολικής Ευρώπης, η μετάβαση θα είναι πιο δύσκολη. Σε ότι αφορά τις επιπτώσεις στην αγορά, οι εταιρείες εισαγωγής αερίου και πετρελαίου θα πρέπει να προετοιμαστούν για συμβόλαια που λήγουν ή λύονται, για προμήθειες από άλλες πηγές, καθώς και για πιθανές αυξήσεις των τιμών. Από γεωπολιτικής πλευράς, η απαγόρευση σημαίνει μείωση των εσόδων της Ρωσίας, άρα και μείωση της δυνατότητας της Μόσχας να χρησιμοποιεί την ενέργεια ως εργαλείο πίεσης. 

Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα

Η Ελλάδα, αν και δεν είναι από τα κράτη–μέλη με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, επηρεάζεται πολλαπλά από αυτή την εξέλιξη:

Αναβάθμιση του γεωστρατηγικού της ρόλου:Η χώρα ενισχύει τη θέση της ως ενεργειακός κόμβος της ΝΑ Ευρώπης, χάρη στις υποδομές LNG στη Ρεβυθούσα και την Αλεξανδρούπολη, καθώς και στους αγωγούς TAP και IGB. Ήδη η Ελλάδα εξάγει φυσικό αέριο προς  τη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία, συμβάλλοντας στην ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής.

Ενίσχυση επενδύσεων σε ΑΠΕ και αποθήκευση:Η απεξάρτηση από τα ρωσικά καύσιμα επιταχύνει τα ελληνικά προγράμματα για αιολικά, φωτοβολταϊκά και πλωτές μονάδες LNG, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για επενδύσεις και απασχόληση.

Προκλήσεις για τη βιομηχανία και τα τιμολόγια:Βραχυπρόθεσμα, ενδέχεται να υπάρξουν αυξήσεις στις τιμές ενέργειας, ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένης ζήτησης. Οι ελληνικές βιομηχανίες υψηλής ενεργειακής έντασης θα χρειαστούν στήριξη μέσω ευρωπαϊκών και εθνικών μηχανισμών.

Νέες συμμαχίες και ενεργειακή διπλωματία: Η Ελλάδα αναμένεται να ενισχύσει τη συνεργασία της με την Αίγυπτο, την Κύπρο και το Ισραήλ μέσω του EastMed Gas Forum, αλλά και με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, προωθώντας τη σταθερότητα και τη διαφοροποίηση των παροχών στην περιοχή.