Ντικ Τσέινι: Πέθανε ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ σε ηλικία 84 ετών - Ήταν ο ιθύνων νους της εισβολής στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν
Επί προεδρίας Μπους
Ο ισχυρός πολιτικός των Ρεπουμπλικανών και πρώην αντιπρόεδρος του Τζορτζ Μπους του νεότερου, Ντικ Τσέινι, πέθανε σε ηλικία 84 ετών
Πέθανε σε ηλικία 84 ετών ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί προεδρίας Μπους του νεότερου, Ντικ Τσέινι, όπως γνωστοποίησε μέσω δήλωσης η οικογένειά του.
O Τσέινι, Αμερικανός «ιέρακας», αποτέλεσε ουσιαστικά τον ιθύνοντα νου της επέκτασης του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, συμβάλλοντας στην προσπάθεια υπό τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους να εισβάλει στο Ιράκ, βασιζόμενος σε πληροφορίες - που αργότερα αποδείχθηκαν λανθασμένες - ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε συσσωρεύσει όπλα μαζικής καταστροφής.
Ρεπουμπλικάνος βουλευτής από το Ουαϊόμινγκ τη δεκαετία του 1980 και υπουργός Άμυνας του πρεσβύτερου Προέδρου Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, ο πρώτος εξέχων ρόλος του Τσένι στην Ουάσιγκτον ήταν αναπληρωτής αρχηγός του προσωπικού και αργότερα αρχηγός του προσωπικού του Λευκού Οίκου για τον Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ.
«Είναι δειλός. Ένας πραγματικός άντρας δεν θα έλεγε ψέματα στους υποστηρικτές του. Έχασε τις εκλογές, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά. Εγώ το ξέρω. Το ξέρει και ο ίδιος, και βαθιά μέσα τους, νομίζω ότι το ξέρουν και οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί», είχε πει χαρακτηριστικά.
Ενδεικτικό, δε, είναι ότι ψήφισε για τελευταία φορά στις προεδρικές εκλογές του 2024 μια φιλελεύθερη Δημοκρατική και συνάδελφο του στο κλαμπ των αντιπροέδρων, την Καμάλα Χάρις, αντανακλώντας τον τρόπο με τον οποίο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε στραφεί ενάντια στον παραδοσιακό συντηρητισμό του.
Ο Τσέινι υπέφερε από καρδιαγγειακές παθήσεις για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, επιβιώνοντας από μια σειρά καρδιακών προσβολών, για να ζήσει μια πλήρη, δυναμική ζωή. Το 2012 είχε υποβληθεί σε μεταμόσχευση καρδιάς την οποία χαρακτήρισε σε μια συνέντευξη του 2014 ως «το δώρο της ίδιας της ζωής».
«Θα το ξαναέκανα χωρίς δισταγμό», δήλωσε ο Τσέινι, όταν το 2014 η Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι «ενισχυμένες μέθοδοι ανάκρισης» υπόπτων για την τρομοκρατία (τις οποίες και υποστήριξε) ήταν βίαιες και αναποτελεσματικές και υπεύθυνες για τη φθορά της εικόνας των ΗΠΑ στα μάτια του κόσμου.
Σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ, δήλωσε στο CNN το 2015: «Ήταν το σωστό που έπρεπε να γίνει τότε. Το πίστευα τότε και το πιστεύω και τώρα».
O Τσέινι, Αμερικανός «ιέρακας», αποτέλεσε ουσιαστικά τον ιθύνοντα νου της επέκτασης του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που διεξήγαγαν οι ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, συμβάλλοντας στην προσπάθεια υπό τον Πρόεδρο Τζορτζ Μπους να εισβάλει στο Ιράκ, βασιζόμενος σε πληροφορίες - που αργότερα αποδείχθηκαν λανθασμένες - ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε συσσωρεύσει όπλα μαζικής καταστροφής.
Ρεπουμπλικάνος βουλευτής από το Ουαϊόμινγκ τη δεκαετία του 1980 και υπουργός Άμυνας του πρεσβύτερου Προέδρου Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, ο πρώτος εξέχων ρόλος του Τσένι στην Ουάσιγκτον ήταν αναπληρωτής αρχηγός του προσωπικού και αργότερα αρχηγός του προσωπικού του Λευκού Οίκου για τον Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ.
Η κριτική του Τσέινι στον Τραμπ και η στήριξη στην Κάμαλα Χάρις
Όπως αναφέρει το CNN, ο 46ος αντιπρόεδρος, ο οποίος υπηρέτησε στο πλευρό του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Τζορτζ Μπους για δύο θητείες μεταξύ 2001 και 2009, ήταν για δεκαετίες ένας επιβλητικός και «πολωτικός» παράγοντας εξουσίας στην Ουάσινγκτον. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ωστόσο, ο Τσένι, που παρέμεινε σκληροπυρηνικός συντηρητικός, «απομονώθηκε» σε μεγάλο βαθμό από το κόμμα του λόγω της έντονης κριτικής του προς τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο χαρακτήρισε «δειλό» και «τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετώπισε ποτέ η δημοκρατία». Σημειώνεται ότι ο Τσέινι είχε υποστηρίξει τον Τραμπ το 2016, παρά την κριτική του για την εξωτερική πολιτική επί προεδρίας Μπους (με τον ίδιο να είναι αντιπρόεδρος) και τη σταδιακή αλλαγή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ωστόσο, το τέλος της πρώτης θητείας του προέδρου, όταν η άρνησή του να αποδεχτεί την ήττα του στις εκλογές του 2020 οδήγησε στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου, έκανε τον Τσέινι να εκφραστεί δημόσια, κάτι που σπάνια συνέβαινε μέχρι τότε, «Στα 246 χρόνια ιστορίας της χώρας μας, δεν υπήρξε ποτέ κάποιος που να αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία μας από τον Ντόναλντ Τραμπ», δήλωσε η Τσένι.«Είναι δειλός. Ένας πραγματικός άντρας δεν θα έλεγε ψέματα στους υποστηρικτές του. Έχασε τις εκλογές, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά. Εγώ το ξέρω. Το ξέρει και ο ίδιος, και βαθιά μέσα τους, νομίζω ότι το ξέρουν και οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί», είχε πει χαρακτηριστικά.
Ενδεικτικό, δε, είναι ότι ψήφισε για τελευταία φορά στις προεδρικές εκλογές του 2024 μια φιλελεύθερη Δημοκρατική και συνάδελφο του στο κλαμπ των αντιπροέδρων, την Καμάλα Χάρις, αντανακλώντας τον τρόπο με τον οποίο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε στραφεί ενάντια στον παραδοσιακό συντηρητισμό του.
Ο Τσέινι υπέφερε από καρδιαγγειακές παθήσεις για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, επιβιώνοντας από μια σειρά καρδιακών προσβολών, για να ζήσει μια πλήρη, δυναμική ζωή. Το 2012 είχε υποβληθεί σε μεταμόσχευση καρδιάς την οποία χαρακτήρισε σε μια συνέντευξη του 2014 ως «το δώρο της ίδιας της ζωής».
Δεν μετάνιωσε ποτέ για την εισβολή στο Ιράκ
Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Τσέινι δεν εξέφρασε καμία λύπη, όπως αναφέρει το CNN, βέβαιος ότι είχε απλώς κάνει ό,τι ήταν απαραίτητο για να ανταποκριθεί σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην ηπειρωτική χώρα των ΗΠΑ, η οποία στοίχισε τη ζωή σε σχεδόν 2.800 άτομα και οδήγησε σε σχεδόν δύο δεκαετίες ξένων πολέμων που διχασαν την χώρα και μεταμόρφωσαν την πολιτική της.«Θα το ξαναέκανα χωρίς δισταγμό», δήλωσε ο Τσέινι, όταν το 2014 η Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι «ενισχυμένες μέθοδοι ανάκρισης» υπόπτων για την τρομοκρατία (τις οποίες και υποστήριξε) ήταν βίαιες και αναποτελεσματικές και υπεύθυνες για τη φθορά της εικόνας των ΗΠΑ στα μάτια του κόσμου.
Σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ, δήλωσε στο CNN το 2015: «Ήταν το σωστό που έπρεπε να γίνει τότε. Το πίστευα τότε και το πιστεύω και τώρα».
En