Ως μια ιστορική εξέλιξη, αποτέλεσμα στοχευμένων διπλωματικών ενεργειών, αξιολογεί η Λευκωσία την απόφαση της Νορβηγίας να προχωρήσει στην άρση του εμπάργκο όπλων κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, ύστερα από έξι και πλέον δεκαετίες. Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, ενημερώθηκε για την κίνηση της κυβέρνησης του Όσλο σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Νορβηγό Υπουργό Εξωτερικών, Έσπεν Μπαρθ Άιντε, χαρακτηρίζοντας την απόφαση «σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της διμερούς αμυντικής συνεργασίας μεταξύ Κύπρου και Νορβηγίας».

Διαβάστε: Ιστορική απόφαση: Η Νορβηγία αίρει το εμπάργκο όπλων κατά της Κύπρου μετά από 65 χρόνια - Η πρώτη αντίδραση Χριστοδουλίδη

Παρότι η πρόσβαση της Κύπρου σε νορβηγικό στρατιωτικό εξοπλισμό συνιστά ένα μόνο μικρό κομμάτι, εντούτοις αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου παζλ στρατηγικής ολοκλήρωσης, που ενδέχεται να οδηγήσει την Κύπρο πλησιέστερα στη Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ).


ΝΑΤΟ και στο βάθος SAFE

Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η άρση του νορβηγικού εμπάργκο όπλων προς την Κύπρο – η οποία έρχεται σε συνέχεια της άρσης του αμερικανικού εμπάργκο το φθινόπωρο του 2022 – αποτελεί στην ουσία ανταμοιβή για τα βήματα εναρμόνισης της Λευκωσίας με τη δυτική αρχιτεκτονική ασφάλειας.

Τα συγκεκριμένα βήματα εναρμόνισης είχαν παρουσιαστεί ήδη από τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη στον Λευκό Οίκο το 2024, επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν, και αφορούσαν τη συμμετοχή της Κύπρου σε αμερικανικά στρατιωτικά προγράμματα καθώς και την «απο-ρωσοποίηση» του Κυπριακού στρατού.


Η συνάντηση με Ρούτε

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η απόφαση της Νορβηγίας έρχεται έναν μήνα μετά τη συνάντηση του Νίκου Χριστοδουλίδη με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε. Στη συνάντηση εκείνη έγινε προσπάθεια άρσης των κυπριακών ενστάσεων σχετικά με τη συμμετοχή της Τουρκίας στο αμυντικό πρόγραμμα SAFE.

Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, αναφερόμενος τότε στη συνεργασία ΕΕ–ΝΑΤΟ, είχε θέσει εμμέσως το ζήτημα του νορβηγικού εμπάργκο, υπογραμμίζοντας ότι η ισότιμη μεταχείριση και η άρση αποκλεισμών αποτελούν προϋποθέσεις για μια ουσιαστική και δίκαιη συνεργασία όλων των κρατών–μελών της ΕΕ.