Ο αριθμός των νεκρών από τη μεγάλη φωτιά που κατέστρεψε πολλά πολυώροφα κτίρια κατοικιών στη βόρεια περιοχή Τάι Πο του Χονγκ Κονγκ έχει αυξηθεί σε 36. Τουλάχιστον 279 άτομα εξακολουθούν να αγνοούνται, σύμφωνα με τις Αρχές, ενώ αρκετές δεκάδες έχουν νοσηλευτεί λόγω της φωτιάς στο «Wang Fuk Court». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τραυματίες είναι 29 από τους οποίους οι επτά είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Ανάμεσα στα θύματα είναι και ένας πυροσβέστης, ο οποίος επιχειρούσε στο σημείο για την κατάσβεση της φωτιάς, σύμφωνα με το BBC.

Σύμφωνα με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, η μεγάλη φωτιά συνεχίζει να καίει τις σκαλωσιές από μπαμπού στα κτίρια. Οι φλόγες τύλιξαν και τα οκτώ κτίρια του συγκροτήματος Wang Fuk Court, με πολλούς κατοίκους να έχουν παγιδευτεί μέσα στα διαμερίσματα.

Σημειώνεται ότι το συγκρότημα αποτελείται από οκτώ κτίρια των 31 ορόφων με συνολικά 2.000 διαμερίσματα στα οποία ζουν 4.800 άνθρωποι.


Η Πυροσβεστική εκτιμά ότι η φωτιά είναι υπό μερικό έλεγχο. Η κατάσβεση είναι πάντως πολύ δύσκολη λόγω και του τεράστιου θερμικού φορτίου μέσα στα κτίρια.

Επί τόπου έχουν σπεύσει 128 πυροσβεστικά οχήματα με περίπου 800 πυροσβέστες.


Πώς επεκτάθηκε η μεγάλη φωτιά

Πυκνοί, σκοτεινοί καπνοί υψώνονταν στον ουρανό το απόγευμα της Τετάρτης, καθώς η φωτιά εξαπλωνόταν αρχικά σε τέσσερις πολυκατοικίες και στη συνέχεια σε ολόκληρο το συγκρότημα. Για την ώρα τα αίτια παραμένουν άγνωστα.

Σύμφωνα με την αστυνομία, υπήρξαν πολλές αναφορές για εγκλωβισμένους, ενώ ένας άνδρας και μια γυναίκα εντοπίστηκαν αναίσθητοι με εγκαύματα.


Η πυρκαγιά, που αρχικά είχε χαρακτηριστεί επιπέδου 1, αναβαθμίστηκε σε επίπεδο 4 στις 3:34 μ.μ. και έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο 5 στις 6:22 μ.μ., στη μέγιστη κλίμακα σοβαρότητας που χρησιμοποιεί το Χονγκ Κονγκ.


Βίντεο από το σημείο δείχνουν τις φλόγες να καταλαμβάνουν το ικρίωμα από μπαμπού που βρίσκεται στην εξωτερική όψη πολλών διαμερισμάτων, ενώ τμήματα από το πράσινο προστατευτικό πλέγμα κατέρρεαν φλεγόμενα στο έδαφος.

Οι σκαλωσιές αυτού του τύπου κατά την κατασκευή ενός κτιρίου ή κατά την ανακαίνιση είναι συνηθισμένες, αν και η τοπική κυβέρνηση έχει αποφασίσει την αντικατάστασή τους για λόγους ασφαλείας.