Του καθηγητή Ιωάννη Αντ. Παναγιωτόπουλου*

Η πρόσφατη κοινή συνάντηση των προκαθημένων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης, του Πάπα Λέοντος ΙΔ΄ και του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, εξ αφορμής του πρώτου «αποστολικού ταξιδιού» του Πάπα, τον επίσημο εορτασμό των 1700 ετών από την Α´ Οικουμενική Σύνοδο (325) στη Νίκαια και την θρονική εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου (εορτή του Αγίου Ανδρέα), έρχεται στο προσκήνιο με φόντο τις έντονες προσπάθειες για την ενίσχυση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου και, ειδικότερα, για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, ως συμβολή πράξη ενότητας, αφού δεν συνεπάγεται και «εκκλησιαστική κοινωνία». Αυτή η επιθυμία αντανακλά τη βαθιά νοσταλγία για την αποκατάσταση της ήδη καθιερωμένης κοινής εκκλησιαστικής παράδοσης των επτά κοινών Οικουμενικών Συνόδων της πρώτης χιλιετίας, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική σχέση των δύο κέντρων.

Ωστόσο, η συζήτηση για την ενότητα, και κατ᾽ επέκταση για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, δεν δύναται να παρακάμψει τις βαθιές θεολογικές και εκκλησιολογικές αποκλίσεις που προέκυψαν μετά το Σχίσμα του 1054, ιδίως όσον αφορά την κατανόηση της φύσης της Εκκλησίας και του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία επιμένει ότι το αμετάθετο θεολογικό κριτήριο για την αξιολόγηση των εκκλησιολογικών προτάσεων είναι η κοινή βιβλική, λειτουργική και πατερική παράδοση της περιόδου των Οικουμενικών Σσυνόδων. Αλλά για την Ορθόδοξη θεολογία, η Εκκλησία δεν είναι απλώς ένας θεσμός ή μια σύναξη πιστών. Η θεμελιώδης, αιώνια και αμετάθετη καταστατική αρχή της ίδρυσης της Εκκλησίας είναι η Ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, η οποία επισφραγίστηκε με την αποστολή του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή.

Η Εκκλησία είναι το ένα και μοναδικό αιώνιο ιστορικό σώμα του Χριστού, «ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολοσ. 1,24. Εφεσ. 1,22-23), το οποίο προσλήφθηκε «ἐκ Πνεύµατος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς παρθένου». Ο Υιός και Λόγος του Θεού, ως ο νέος Αδάμ, ανακεφαλαίωσε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος στη δική Του περιεκτική ανθρωπότητα. Η σάρκωση αυτή ήταν αναγκαία για να καταργηθούν οι τραγικές συνέπειες της πτώσεως των πρωτοπλάστων, και για να καταστεί δυνατή η επιστροφή του Αγίου Πνεύματος στο ανθρώπινο γένος. Αυτό το αιώνιο ιστορικό σώμα Χριστού αποτελεί το κοινό και αμετάθετο «υποκείμενον» αναφοράς τόσο για το Εκκλησιαστικό σώμα (τους πιστούς, corpus fidelium) όσο και για το Ευχαριστιακό σώμα.

Οι τέσσερις ιδιότητες της Εκκλησίας (μία, αγία, καθολική, αποστολική) που ομολογούνται στο Σύμβολο της Πίστεως, συνδέονται άρρηκτα με αυτό το αιώνιο σώμα του Χριστού: Μία (Ενότητα): συνδέεται με την ενότητα του ενός και μοναδικού αιώνιου ιστορικού σώματος Χριστού. Αγία (Αγιότητα): το σώμα του Χριστού αγιάσθηκε «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» με τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος, επιτρέποντας στους πιστούς να γίνουν μέτοχοι θείας χάριτος. Καθολική (Οικουμενικότητα): το αιώνιο σώμα του Χριστού ενώνει όλα τα καθαγιασμένα τίμια δώρα όλων των Λειτουργιών ανά την Οικουμένη στο ουράνιο θυσιαστήριο, καθιστώντας δυνατή την κοινωνία όλων των τοπικών Εκκλησιών. Αποστολική (Συνέχεια): διασφαλίζεται μέσω της αδιάκοπης συνέχειας της αποστολικής διαδοχής και της διαρκούς πραγματικής παρουσίας του Χριστού στην επίγεια Εκκλησία μέσω της Θείας Ευχαριστίας.

Η Θεία Ευχαριστία καθιστά ορατή την πραγματική παρουσία του Χριστού στην Εκκλησία Του «ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ» στη Δευτέρα ένδοξη Παρουσία Του. Στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων του άρτου και του οίνου σε «σῶμα καὶ αἷµα Χριστοῦ» γίνεται με την Επίκληση και την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Ο τρόπος αυτής της μεταβολής παραβάλλεται με τη Σάρκωση του Λόγου του Θεού «ἐκ Πνεύµατος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου». Όπως τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «εἰ δὲ τὸν τρόπον ἐπιζητεῖς; Πῶς γίνεται, ἀρκεῖ σοι ἀκοῦσαι, ὅτι διά Πνεύµατος Ἁγίου».

Οι προσπάθειες για ενότητα προσκρούουν, ωστόσο, στις «επαχθείς θεολογικές συγχύσεις» που εισήγαγε η Δυτική σχολαστική θεολογία, ιδίως γύρω από τη Θεία Ευχαριστία, οι οποίες προκάλεσαν πολλές και επικίνδυνες θεολογικές παρεκκλίσεις ή συγχύσεις. Αυτές οι αποκλίσεις περιλαμβάνουν:

α) την χρήση των Αζύμων, δηλαδή την χρήση άζυμου άρτου στη Θεία Ευχαριστία, η οποία αποτελεί καινοτομία σε σχέση με την κοινή παράδοση.
β) την εισαγωγή του αδόκιµου όρου «µετουσίωση» (transsubstantiatio) αντί του καθιερωμένου λειτουργικού όρου «μεταβολή», η οποία πολλαπλασίασε τις σοβαρές θεολογικές συγχύσεις, με την εισαγωγή φιλοσοφικών κριτηρίων καθώς η «τεχνολογία» του όρου «μετουσίωση» στηρίχθηκε στην αριστοτελική διάκριση «ουσίας» και «συµβεβηκότων».
γ) τον χρόνο του Καθαγιασμού, αφού η Δυτική θεολογία συνέδεσε αυθαίρετα τη μεταβολή με την εκφώνηση των συστατικών λόγων του Χριστού («Λάβετε φάγετε... Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες...»). Αυτό οδήγησε στην παράλογη κατάργηση της απαραίτητης Επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος, η οποία είναι ο κατεξοχήν τρόπος του καθαγιασμού κατά την ομόφωνη πατερική παράδοση.
δ) την «Κοινωνία των Λαϊκών», με την παράδοξη απαγόρευση της κοινωνίας των λαϊκών μόνο από το ένα στοιχείο της Θείας Ευχαριστίας (του άρτου), αν και μετά τη Β´ Βατικάνεια Σύνοδο (1962-1965) αυτή η απαγόρευση αδρανοποιήθηκε σε πολλές ενορίες. Άλλωστε, η χρήση του όρου corpus Christi mysticum (μυστικόν σώμα Χριστού) από τον ιερό Αυγουστίνο για τη Θεία Ευχαριστία, παρερμηνεύθηκε από τους σχολαστικούς θεολόγους, οι οποίοι τελικά τον χρησιμοποίησαν για να δηλώσουν την Εκκλησία, εισάγοντας συγχύσεις. Η Ορθόδοξη παράδοση διακήρυξε, ακόμη και δεχόμενη ακρίτως τη χρήση του σχολαστικού όρου μετουσίωσις (όπως συνέβη στη Σύνοδο της Κων/πόλεως το 1691), ότι «τὸ αὐτὸ γὰρ σῶµα τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει καὶ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῷ µυστηρίῳ τῆς Εὐχαριστίας», τονίζοντας ότι «μὴ γίνεσθαι Χριστοὺς πολλοὺς καὶ πολλὰ σώµατα Χριστοῦ, ἀλλ᾽ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστὸν παρεῖναι».

Η αιτούμενη συμπόρευση για την επίτευξη του κοινού Πάσχα, αν και επιθυμητή, απαιτεί την υπέρβαση αυτών των δογματικών αποκλίσεων, ειδικά όσων αφορούν την Ευχαριστία και την εκκλησιολογική οντολογία. Η Εκκλησία, ως το αιώνιο ιστορικό σώμα Χριστού, υπάρχει και χωρίς τη Θεία Ευχαριστία, ενώ η Ευχαριστία δεν δύναται να υπάρξει χωρίς την Εκκλησία που τη τελεσιουργεί. Η αποστολή της Θείας Ευχαριστίας εξαντλείται με την «ἔνδοξη δεύτερη παρουσία τοῦ Χριστοῦ». Συνεπώς, η Εκκλησία είναι αιώνια, ενώ η Θεία Ευχαριστία είναι το μέσον για την ορατή «πραγµατική παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία του» μέχρι τη συντέλεια του αιώνα.

Η επίτευξη του κοινού εορτασμού του Πάσχα, ως σύμβολο ευρύτερης ενότητας, θα πρέπει να βασίζεται στην αυθεντική πατερική παράδοση της πρώτης χιλιετίας. Η αποκατάσταση της ενότητας δεν είναι δυνατή μέσω «πλασµατικῶν» ή «τυπολογικῶν» θεολογικών σχημάτων, αλλά μόνο με την αταλάντευτη προσήλωση στη χριστοκεντρική οντολογία της Εκκλησίας.

Εν κατακλείδι, οι προσπάθειες των Προκαθημένων υπογραμμίζουν την κοινή ευθύνη για τη μαρτυρία της αλήθειας. Ωστόσο, η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να διατηρήσει τον «αµετάθετο σκληρό θεολογικό πυρήνα» της, ο οποίος ταυτίζει την Εκκλησία με το αιώνιο σώμα του Χριστού, που ιδρύθηκε κατά την Ενανθρώπηση και φανερώνεται στη Θεία Ευχαριστία. Η ενότητα θα επιτευχθεί, όταν η θεολογική γλώσσα και των δύο επιστρέψει στην κοινή πηγή της Πατερικής συνέσεως, απορρίπτοντας τις μεταγενέστερες καινοτομίες που διχοτόμησαν τη θεία οικονομία.

Η προσπάθεια για κοινό Πάσχα εν τέλει, χωρίς την επίλυση των δογματικών διαφορών, μοιάζει με την προσπάθεια να χτίσεις μια ενιαία στέγη πάνω σε δύο θεμέλια που έχουν ήδη απομακρυνθεί, καθώς χρειάζεται πρώτα η επιστροφή και η επανασύνδεση των θεμελίων στο αιώνιο σώμα του Χριστού, ώστε η στέγη της κοινής μαρτυρίας να είναι γερή και αδιάσπαστη.

*Προέδρου Τμήματος Θεολογίας, ΕΚΠΑ