Η πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να εγκρίνει αλλαγές στα κριτήρια ανακήρυξης μιας τρίτης χώρας ως “ασφαλούς” αποτελεί σημαντική εξέλιξη στο ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου. Οι αλλαγές, που εντάσσονται στο νέο πλαίσιο του Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου, ενισχύουν τη συνοχή ανάμεσα στα κράτη μέλη και επιταχύνουν τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου. Ταυτόχρονα όμως αναμένεται να επηρεάσουν άμεσα τις χώρες της πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα, όπου καταγράφεται ένας μεγάλος αριθμός αιτούντων άσυλο. Η αναθεώρηση εστιάζει κυρίως στο πώς τα κράτη μέλη μπορούν να χαρακτηρίσουν μια χώρα εκτός ΕΕ ως ασφαλή για έναν συγκεκριμένο αιτούντα. Μέχρι σήμερα, οι διαφορές στις εθνικές πρακτικές συχνά οδηγούσαν σε ασυνέπειες, δηλαδή ενώ μια χώρα μπορούσε να θεωρεί ασφαλή μια Τρίτη χώρα, μια άλλη δεν την θεωρούσε, αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι αιτούντες άσυλο να αντιμετωπίζουν διαφορετικές αποφάσεις ανάλογα με το πού υπέβαλαν την αίτηση.

Οι νέες προϋποθέσεις με απλά λόγια

Σύμφωνα με το νέο κείμενο για να απορριφθεί μια αίτηση λόγω της ύπαρξης ασφαλούς τρίτης χώρας, θα πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον μία από τις τρεις βασικές προϋποθέσεις. Η σημαντικότερη από τις οποίες είναι η “σύνδεση” του αιτούντος με τη συγκεκριμένη χώρα. Τι είναι όμως αυτή η σύνδεση; Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η ύπαρξη συγγενών του αιτούντος στη συγκεκριμένη χώρα, η προηγούμενη παραμονή του εκεί, ή ακόμη και πολιτιστικοί, γλωσσικοί και θρησκευτικοί δεσμοί. Αν, για παράδειγμα, ένας Αφγανός αιτών ασύλου έχει ζήσει για δύο χρόνια στο Πακιστάν πριν φτάσει στην Ευρώπη, τότε το Πακιστάν θα μπορούσε να θεωρηθεί ασφαλής τρίτη χώρα για εκείνον.

Μια δεύτερη προϋπόθεση αφορά τη διέλευση, εάν ο αιτών έχει περάσει από μια χώρα όπου θα μπορούσε να έχει ζητήσει προστασία, η χώρα αυτή μπορεί να οριστεί ως ασφαλής. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε χώρα διέλευσης θεωρείται αυτομάτως ασφαλής, καθώς θα πρέπει να πληροί συγκεκριμένα κριτήρια σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να προσφέρει λειτουργικό σύστημα ασύλου.

Τέλος, προβλέπεται η δυνατότητα εφαρμογής του κανόνα βάσει συμφωνιών ή ρυθμίσεων μεταξύ ΕΕ και τρίτων χωρών. Για παράδειγμα, μια μελλοντική συμφωνία ΕΕ–Τυνησίας για διαχείριση μεταναστευτικών ροών θα μπορούσε να προβλέπει την επιστροφή ορισμένων αιτούντων στην Τυνησία, εφόσον αυτή θεωρηθεί ασφαλής.
Σημαντικό επίσης είναι ότι η προσφυγή κατά μιας απόφασης απόρριψης αίτησης λόγω ασφαλούς τρίτης χώρας δεν θα αναστέλλει αυτομάτως την επιστροφή του αιτούντος. Αυτό επιταχύνει τις διαδικασίες, αλλά εγείρει ανησυχίες για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του αιτούντος.

Πώς επηρεάζεται η Ελλάδα

Για την Ελλάδα, που τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί στο επίκεντρο των μεταναστευτικών ροών, οι νέες ρυθμίσεις φέρνουν μια σειρά από πρακτικές και πολιτικές συνέπειες. Η Αθήνα ήδη εφαρμόζει σε ευρεία κλίμακα την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Βαλκάνια και την Τουρκία. Ωστόσο, η αναστολή της εφαρμογής της Κοινής Δήλωσης ΕΕ–Τουρκίας και η άρνηση της Άγκυρας να δεχθεί επιστροφές τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργήσει σημαντικές δυσκολίες.

Με το νέο πλαίσιο, η Ελλάδα αναμένεται να αποκτήσει ενισχυμένο νομικό οπλοστάσιο, καθώς ο ορισμός της ασφαλούς τρίτης χώρας θα ισχύει πλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι το βάρος λήψης αποφάσεων δεν θα πέφτει αποκλειστικά στη χώρα μας, αλλά θα στηρίζεται και σε συμφωνίες της ΕΕ. Παράλληλα η χώρα μας θα πρέπει να προετοιμαστεί για ένα πιο αυστηρό σύστημα, όπου η απόδειξη της “σύνδεσης” με μια τρίτη χώρα θα εξετάζεται πιο προσεκτικά και όπου οι ενστάσεις των αιτούντων δεν θα έχουν ανασταλτικό χαρακτήρα στον ίδιο βαθμό. Για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, όπου οι δομές φιλοξενίας και υποδοχής συχνά υπερφορτώνονται, οι αλλαγές μπορεί να οδηγήσουν σε πιο γρήγορη διεκπεραίωση των αιτήσεων, ωστόσο, αυτό μπορεί να συνεπάγεται και αυξημένο αριθμό επιστροφών. Εάν, για παράδειγμα, η Τουρκία ή μια άλλη γειτονική χώρα θεωρηθεί εκ νέου ασφαλής για συγκεκριμένες κατηγορίες αιτούντων, η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει σε περισσότερες μεταφορές προς αυτές τις χώρες, κάτι που προϋποθέτει λειτουργικές διεθνείς συμφωνίες και συνεργασία που δεν είναι πάντα δεδομένες.
Επιπλέον, οι χώρες εισόδου όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η διαδικασία εξατομικευμένης αξιολόγησης του αιτούντος, τηρείται απαρέγκλιτα, ώστε να μην παραβιάζονται τα δικαιώματα των προσφύγων. Σε ότι αφορά τους ασυνόδευτους ανηλίκους, εξαιρούνται από τις νέες ρυθμίσεις, εκτός πολύ συγκεκριμένων περιπτώσεων.

Ένα αβέβαιο αλλά πιο ελεγχόμενο μέλλον

Καθώς το νέο πλαίσιο θα εφαρμοστεί το 2026, τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν μπροστά τους ένα διάστημα προσαρμογής, με τις χώρες του Νότου να ζητούν περισσότερη αλληλεγγύη από τις χώρες του Βορρά, οι οποίες επιδιώκουν μεγαλύτερη αυστηροποίηση των κανόνων ασύλου. Για την Ελλάδα, το νέο καθεστώς δημιουργεί ευκαιρίες, αλλά και προκλήσεις, για το λόγο αυτό απαιτείται καλύτερη διοικητική οργάνωση, στενότερη συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και επαναπροσδιορισμός των πολιτικών για τις επιστροφές. Το επόμενο διάστημα θα δείξει αν οι αλλαγές αυτές θα οδηγήσουν πράγματι σε ένα πιο λειτουργικό και δίκαιο σύστημα ή αν θα αποτελέσουν ακόμη μια δύσκολη εξίσωση για τις χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού χάρτη ασύλου.