Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία επιλογής του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας τη διαφάνεια και προσδίδοντας μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση σε ένα κρίσιμο πόστο για το μέλλον της Ευρωζώνης.
Αν και η τελική απόφαση λαμβάνεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, από τους αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων, το Κοινοβούλιο στη συγκεκριμένη εκλογική διαδικασία θα έχει έναν αναβαθμισμένο ρόλο, σε σχέση με το παρελθόν, καθώς θα αξιολογήσει και θα κρίνει τους υποψηφίους.

Αυτή η αλλαγή μετατρέπει μια απόφαση που παλαιότερα λαμβάνονταν κυρίως σε τεχνοκρατικό επίπεδο σε μια πιο ανοιχτή και περισσότερο διαφανής διαδικασία.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης άνοιξαν τη συζήτηση για την επιλογή διαδόχου του σημερινού αντιπροέδρου, Λουίς ντε Γκίντος, την περασμένη Πέμπτη, εγκαινιάζοντας και επίσημα τον κύκλο διαβουλεύσεων για τη στελέχωση της δεύτερης υψηλότερης θέσης στην ΕΚΤ.
Η προθεσμία για την υποβολή των υποψηφιοτήτων τοποθετείται στις αρχές Ιανουαρίου, αν και η ακριβής ημερομηνία δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί μεταξύ των κρατών-μελών. Ο χρόνος που μεσολαβεί δίνει στα κράτη της Ευρωζώνης το περιθώριο να προτείνουν τους υποψηφίους τους, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να έχει κεντρικό ρόλο στην αξιολόγησή τους.

Η διαδικασία

Το Κοινοβούλιο πραγματοποιεί δημόσια ακρόαση κάθε υποψήφιου, μέσα από την οποία οι ευρωβουλευτές εξετάζουν την εμπειρία, την οικονομική επάρκεια, την προσέγγιση στη νομισματική πολιτική, καθώς και τη δέσμευση του υποψηφίου στην ανεξάρτητη λειτουργεία της ΕΚΤ. Μετά την ακρόαση, εκδίδεται μια επίσημη γνωμοδότηση που, αν και δεν δεσμεύει νομικά τα κράτη-μέλη, έχει σημαντικό πολιτικό βάρος. Οι κυβερνήσεις δύσκολα αγνοούν σήμερα μια αρνητική ή επικριτική τοποθέτηση των ευρωβουλευτών, γεγονός που δείχνει πόσο έχει ενισχυθεί ο δημοκρατικός έλεγχος σε έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της Ευρωζώνης.

Η Ελληνική πρόταση

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η ελληνική πρόταση με υποψήφια την υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Χριστίνα Παπακωνσταντίνου. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι η κ. Παπακωνσταντίνου διαθέτει την τεχνοκρατική κατάρτιση, την ευρωπαϊκή εμπειρία, καθώς και τη βαθιά γνώση των ζητημάτων χρηματοπιστωτικής σταθερότητα, ώστε να αποτελέσει μια ισχυρή υποψηφιότητα. Η μακρά πορεία της στην Τράπεζα της Ελλάδος και η συμμετοχή της σε επιτροπές και όργανα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών ενισχύουν την υποψηφιότητας της, για να εκπροσωπήσει την Ευρωζώνη σε μια περίοδο μεγάλων οικονομικών προκλήσεων.
Με την πρόταση της η Ελλάδα θέλει επίσης να υπογραμμίσει τη σημασία της γεωγραφικής ισορροπίας και της επαρκούς εκπροσώπησης των χωρών της νότιας Ευρώπης στις κορυφαίες θέσεις της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της παρουσίας γυναικών σε υψηλά αξιώματα.
Η όλη διαδικασία αποδεικνύει πως η ΕΕ κινείται σταδιακά προς μια πιο ανοιχτή και δημοκρατική πρακτική στη λήψη αποφάσεων, καθώς η ΕΚΤ αποτελεί έναν από τους πιο επιδραστικούς θεσμούς της Ευρώπης, που λαμβάνει μεταξύ άλλων κρίσιμες αποφάσεις για ζητήματα όπως ο πληθωρισμό, τα επιτόκια, η οικονομική σταθερότητα και το μέλλον του ευρώ.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως η ενισχυμένη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στη διαδικασία επιλογής του αντιπροέδρου, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς μια Ευρώπη που θέλει να λειτουργεί πιο ανοιχτά, πιο συμμετοχικά και πιο δημοκρατικά.