Το αμερικανικό στρατιωτικό χτύπημα που διέταξε ο Ντόναλντ Τραμπ στη βορειοδυτική Νιγηρία δεν ήταν μια ακόμη τυπική αντιτρομοκρατική επιχείρηση στη Δυτική Αφρική. Αντιθέτως, ανέδειξε μια ευρύτερη πολιτική και επικοινωνιακή στρατηγική, στην οποία η θρησκεία επανέρχεται δυναμικά στο επίκεντρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Διαβάστε: Στις 28 Δεκεμβρίου η συνάντηση Ζελένσκι με Τραμπ - Το ειρηνευτικό σχέδιο "έχει συμφωνηθεί κατά 90%"


Νιγηρία: Πώς ο Τραμπ «έντυσε» θρησκευτικά το αμερικανικό πλήγμα

Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ παρουσίασε δημόσια την επίθεση ως απάντηση στη δολοφονία Χριστιανών από το Ισλαμικό Κράτος, υιοθετώντας μια σκληρή ρητορική που απευθύνεται κυρίως στο συντηρητικό ακροατήριο στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Στις δηλώσεις του έκανε λόγο για «κόλαση που πληρώθηκε» και συνέδεσε ευθέως τη στρατιωτική δράση με την υπεράσπιση των χριστιανικών πληθυσμών.


Η Νιγηρία απαντά: «Δεν είναι θρησκευτικός πόλεμος»

Η κυβέρνηση της Νιγηρίας, ωστόσο, έσπευσε να αποστασιοποιηθεί από τη θρησκευτική ερμηνεία της επιχείρησης. Ο υπουργός Εξωτερικών Γιούσουφ Τουγκάρ επιβεβαίωσε ότι ο πρόεδρος Μπόλα Τινουμπού είχε δώσει το «πράσινο φως» για την επίθεση, διευκρινίζοντας όμως ότι «δεν πρόκειται για θρησκευτική σύγκρουση», τονίζοντας πως τα θύματα της τρομοκρατίας στη χώρα προέρχονται από όλες τις θρησκευτικές κοινότητες.

Η τοποθέτηση αυτή αντανακλά την πραγματικότητα στο πεδίο. Σύμφωνα με αναλυτές ασφαλείας, η έξαρση της βίας στη Νιγηρία και στη ζώνη του Σαχέλ δεν οφείλεται αποκλειστικά στη δράση ισλαμιστικών οργανώσεων. Τροφοδοτείται από ένα σύνθετο μίγμα παραγόντων: εθνοτικές αντιπαλότητες, συγκρούσεις για γη και φυσικούς πόρους, αλλά και τη χρόνια αδυναμία του κράτους να επιβάλει ασφάλεια σε απομακρυσμένες περιοχές. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, οι μουσουλμάνοι αποτελούν την πλειονότητα των θυμάτων.

Ο ειδικός σε ζητήματα ασφάλειας Oluwole Oyewale προειδοποιεί ότι η μονοδιάστατη αφήγηση που προβάλλει αποκλειστικά τους Χριστιανούς ως θύματα δεν ανταποκρίνεται στην πολυπλοκότητα της κατάστασης και ενδέχεται να επιδεινώσει τις θρησκευτικές εντάσεις. Σε μια χώρα άνω των 230 εκατομμυρίων κατοίκων, όπου η συνύπαρξη μουσουλμάνων και χριστιανών βασίζεται σε εύθραυστες ισορροπίες, τέτοιου είδους ρητορική μπορεί να αποδειχθεί αποσταθεροποιητική.


ISIS ή άλλη οργάνωση; Το θολό τοπίο του στόχου

Παράλληλα, παραμένει ασαφές ποια ακριβώς οργάνωση αποτέλεσε τον στόχο της αμερικανικής επίθεσης. Αν και από πλευράς Τραμπ και AFRICOM έγινε λόγος για ISIS, Νιγηριανοί αξιωματούχοι απέφυγαν να κατονομάσουν συγκεκριμένη ομάδα. Αναλυτές εκτιμούν ότι πιθανός στόχος ήταν η οργάνωση Lakurawa, η οποία δραστηριοποιείται στα βορειοδυτικά της χώρας και έχει εντείνει τις επιθέσεις της το τελευταίο διάστημα.

Σε κάθε περίπτωση, η αμερικανική παρέμβαση καταδεικνύει ότι η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να διατηρεί ενεργό ρόλο στην περιοχή, ακόμη και όταν επισήμως δηλώνει αποφυγή εκτεταμένων στρατιωτικών εμπλοκών. Το κρίσιμο, ωστόσο, δεν είναι μόνο η ίδια η επίθεση, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτή «αφηγείται»: στη Νιγηρία, η πολιτική γλώσσα μπορεί να λειτουργήσει είτε ως παράγοντας σταθερότητας είτε ως πυροδότης νέων εντάσεων.