Ποιος φοβάται την ειρήνη στην Ουκρανία; Ποιος θα είχε λόγους να τορπιλίσει τις διαπραγματεύσεις για το Ουκρανικό - Μήπως η Μόσχα;
Γιατί η Ρωσία επενδύει στο αδιέξοδο
Η ρωσική ηγεσία έχει και σαφή εσωτερικά πολιτικά κίνητρα για να προβεί σε προβοκάτσια και να τορπιλίσει τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη στην Ουκρανία
Η καταγγελλόμενη επίθεση με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στην κατοικία του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν έρχεται σε μία από τις πιο ευαίσθητες και ασταθείς φάσεις του πολέμου στην Ουκρανία, απειλώντας να εκτροχιάσει τις ήδη εύθραυστες προσπάθειες για επανέναρξη ουσιαστικών ειρηνευτικών συνομιλιών. Ανεξάρτητα από το αν το περιστατικό επιβεβαιωθεί πλήρως ή παραμείνει στο επίπεδο των καταγγελιών και των αντικρουόμενων δηλώσεων, το πολιτικό και συμβολικό του βάρος είναι τέτοιο που επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά το κλίμα μέσα στο οποίο διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση λύσης.
Διαβάστε: Απειλές Ρωσίας μετά την επίθεση με drones στην κατοικία του Πούτιν: "Ο στρατός μας ξέρει πώς και πότε να αντιδράσει"
Ουκρανία: Απέρριψε κατηγορηματικά κάθε εμπλοκή
Το Κίεβο απέρριψε κατηγορηματικά κάθε εμπλοκή, χαρακτηρίζοντας τις ρωσικές καταγγελίες κατασκευασμένες ή σκόπιμα διογκωμένες, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας της Μόσχας να αλλάξει το αφήγημα του πολέμου.
Άμεση και αιχμηρή η ρωσική αντίδραση
Η ρωσική αντίδραση υπήρξε άμεση και ιδιαίτερα αιχμηρή. Ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι ένα τέτοιο περιστατικό δεν μπορεί να μείνει χωρίς συνέπειες, υποστηρίζοντας ότι είναι αδύνατο να συνεχίζονται οι συνομιλίες υπό συνθήκες που, όπως χαρακτηρίστηκα ανέφερε, αγγίζουν την προσωπική ασφάλεια της ρωσικής ηγεσίας.
Διεθνές βάρος έδωσε η αντίδραση Τραμπ
Την ίδια στιγμή, η αντίδραση του Ντόναλντ Τραμπ έδωσε στο επεισόδιο επιπλέον διεθνές βάρος. Ο Αμερικανός πρόεδρος, που εμφανίζεται να επιδιώκει ρόλο μεσολαβητή στην προσπάθεια αποκλιμάκωσης του πολέμου, εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκεια του, τονίζοντας ότι τέτοιες ενέργειες, εφόσον επιβεβαιωθούν, υπονομεύουν κάθε σοβαρή προσπάθεια για ειρήνη. Οι δηλώσεις του αντανακλούν ένα ευρύτερο κλίμα ανησυχίας που υπάρχει στη Δύση, με πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να φοβούνται ότι το περιστατικό θα αξιοποιηθεί ως πρόσχημα για νέα κλιμάκωση.
Το επεισόδιο έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι διαπραγματεύσεις δείχνουν να βρίσκονται σε νέο τέλμα μετά την απόρριψη της Μόσχας του Ουκρανικού σχεδίου για κατάπαυση του πυρός για εξήντα ημέρες και την διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Παρά την ύπαρξη ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας, κυρίως σε παρασκηνιακό επίπεδο, δεν έχει καταγραφεί ουσιαστική πρόοδος σε κρίσιμα ζητήματα, όπως το εδαφικό, οι εγγυήσεις ασφαλείας και το καθεστώς των κατεχόμενων περιοχών.
Σε αυτό το σημείο αναδύεται το κρίσιμο ερώτημα: ποιος είχε λόγους να πυρπολήσει ή να ανατρέψει το ήδη εύθραυστο κλίμα των συνομιλιών; Στο επίκεντρο της ανάλυσης βρίσκεται αναπόφευκτα η Μόσχα. Για τη ρωσική πλευρά, μια ειρηνευτική διαδικασία που δεν διασφαλίζει ξεκάθαρα εδαφικά, στρατηγικά και πολιτικά κέρδη εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Η αποχώρηση από τον διάλογο χωρίς ισχυρό πρόσχημα θα μπορούσε να εκληφθεί διεθνώς ως απόρριψη της ειρήνης. Αντίθετα, ένα επεισόδιο υψηλού συμβολισμού, όπως μια φερόμενη επίθεση κατά της προσωπικής ασφάλειας του Πούτιν, αποτελεί ένα ισχυρό άλλοθι για σκλήρυνση της στάσης στο πολεμικό μέτωπο ή την αναβολή των συνομιλιών, μετατοπίζοντας την ευθύνη στην άλλη πλευρά.
Παράλληλα, η ρωσική ηγεσία έχει και σαφή εσωτερικά πολιτικά κίνητρα για να προβεί σε προβοκάτσια. Η ανάδειξη μιας απειλής κατά του Πούτιν ενισχύει το αφήγημα της «απειλούμενης Ρωσίας», συσπειρώνει την κοινή γνώμη και περιορίζει τις εσωτερικές πιέσεις υπέρ ενός συμβιβασμού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαπραγματεύσεις μετατρέπονται σε πολιτικό ρίσκο, το οποίο η ρωσική ηγεσία μπορεί να έχει επιλέξει να αναβάλει.
Η ουκρανική πλευρά, αντίθετα, φαίνεται να έχει λιγότερα κίνητρα να τινάξει στον αέρα τις συνομιλίες με μια τέτοια αφορμή. Το Κίεβο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή στήριξη και από τη διατήρηση της εικόνας μιας χώρας που επιδιώκει τη διπλωματική λύση. Μια ενέργεια που θα μπορούσε να εκληφθεί ως άμεση πρόκληση κατά της ρωσικής ηγεσίας θα είχε υψηλό πολιτικό κόστος και θα έθετε σε δοκιμασία τις σχέσεις του με τους συμμάχους του, ακόμη κι αν στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν φωνές που φοβούνται έναν επώδυνο συμβιβασμό.
Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί ο ρόλος τρίτων παραγόντων και εσωτερικών αντιπάλων της ειρήνης σε κάθε στρατόπεδο. Σε έναν παρατεταμένο πόλεμο, διαμορφώνονται στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που δεν ευνοούνται από έναν συμβιβασμό και τα οποία μπορούν να ενισχύσουν τη δυναμική της κλιμάκωσης και της δυσπιστίας.
Το κρίσιμο στοιχείο δεν είναι ποιος προκάλεσε το συμβάν, αλλά ποιος είχε τη μεγαλύτερη δυνατότητα να το μετατρέψει σε εργαλείο ανατροπής του διαλόγου. Υπό αυτή την οπτική, η Μόσχα θα μπορούσε να διαθέτει το ισχυρότερο κίνητρο για την «πυρπόληση» των διαπραγματεύσεων, όχι ως οριστική απόρριψη της ειρήνης, αλλά ως αναβολή μέχρι να διαμορφωθούν ευνοϊκότερες συνθήκες, όπως είναι η κατάληψη του Ντονμπάς. Σε μια τόσο κρίσιμη συγκυρία, ακόμη και ένα αμφισβητούμενο επεισόδιο θα μπορούσε να μετατρέψει τη διπλωματική στασιμότητα σε πλήρες αδιέξοδο.
En