Του Γ. ΤΖΟΓΟΠΟΥΛΟΥ, εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ


Νέες διαστάσεις παίρνει πλέον ο διεθνής αγώνας εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Οι καινούργιες σκηνές που απεικονίζουν τον αποκεφαλισμό δυτικών αιχμαλώτων έχουν οδηγήσει τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα στην απόφαση να λάβει πιο δραστικά μέτρα για την εξουδετέρωση του «καρκίνου», όπως χαρακτηριστικά έχει αποκαλέσει την τρομοκρατική οργάνωση. Συγκεκριμένα, ο Ομπάμα έχει ήδη δώσει εντολή για διεύρυνση των στρατιωτικών δραστηριοτήτων της χώρας του στο Ιράκ, μη έχοντας άλλη «χειροπιαστή» επιλογή. Ωστόσο, αμφίβολο παραμένει το κατά πόσο η Ουάσινγκτον θα καταφέρει να καταστρέψει ολοκληρωτικά το Ισλαμικό Κράτος. Ο πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, Ρίτσαρντ Χάας, για παράδειγμα, είναι επιφυλακτικός, θεωρώντας ότι ο εν λόγω στόχος δεν είναι ρεαλιστικός.
Επίσης, η πραγματοποίηση στρατιωτικών χτυπημάτων από αέρος δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία της αμερικανικής αποστολής. Και αυτό γιατί τέτοιου είδους χτυπήματα ναι μεν μπορούν να πλήξουν τον αντίπαλο, αλλά δεν αρκούν για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση του ελέγχου σε αμφισβητούμενα εδάφη. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, βέβαια, έχει ήδη ανακοινώσει την απόφαση του Λευκού Οίκου για αποστολή ακόμα 475 Αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ. Ο ρόλος των στρατιωτών αυτών, όμως, θα είναι περισσότερο συμβουλευτικός, καθώς δεν προβλέπεται ενεργή εμπλοκή τους στις εχθροπραξίες του Ιράκ. Στο πλαίσιο αυτό, η Ουάσινγκτον επενδύει πολύ περισσότερο στην ουσιαστική ενεργοποίηση των ιρακινών και κουρδικών στρατιωτικών δυνάμεων. Εμπλοκή αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων θα επαναφέρει στις ΗΠΑ μνήμες από τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ το 2003 και δύσκολα μπορεί να προκριθεί ως λύση.

Παράλληλα, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα καταφέρουν να συνεργαστούν αρμονικά με τη συριακή αντιπολίτευση για την καταπολέμηση των τζιχαντιστών στο εγγύς μέλλον. Η παρουσία και η προέλαση του Ισλαμικού Κράτους, άλλωστε, οφείλονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αδυναμία της Δύσης να ελέγξει την αντιπολίτευση στη Συρία τα τελευταία περίπου τρία χρόνια. Είναι τόσο πολλές οι αντιπολιτευόμενες τον Μπασάρ αλ Ασαντ ομάδες στο εσωτερικό της χώρας, που και μόνο η ελπίδα για συνεργασία μαζί τους μοιάζει με ουτοπία. Ετσι, λοιπόν, η αναφορά του Ομπάμα σε αυξημένη στρατιωτική ενίσχυση της συριακής αντιπολίτευσης δεν θα αποφέρει απαραίτητα θετικά αποτελέσματα.

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ.

Αν και η αμερικανική στρατιωτική απάντηση -όπως, τουλάχιστον, αυτή έχει περιγραφεί μέχρι στιγμής επισήμως- θα έχει αμφίβολα αποτελέσματα, η Ουάσινγκτον δεν είναι μόνη της στον αγώνα που δίνει εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Αποφασιστική είναι πλέον η στάση που επιδεικνύει ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον. Η εικόνα του αποκεφαλισμού ενός Βρετανού εργαζόμενου σε ανθρωπιστική οργάνωση δεν θα μπορούσε να τον αφήσει ανεπηρέαστο. Το Λονδίνο, λοιπόν, στηρίζει απολύτως τα αμερικανικά χτυπήματα από αέρος στο Ιράκ, αλλά ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει αν θα συμμετάσχει σε πιθανή στρατιωτική εμπλοκή. Μέχρι στιγμής, έχει προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια αλλά και όπλα στους Κούρδους στρατιώτες.
Παρ’ όλα αυτά, η δέσμευση της Βρετανίας ότι «θα συμβάλει στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους με κάθε δυνατό μέσο» αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για το μέλλον. Ενας από τους βασικούς λόγους, πάντως, που η χώρα δεν έχει εξηγήσει ακόμα με ακρίβεια πώς θα συνεισφέρει στη μάχη εναντίον των τζιχαντιστών σχετίζεται με το προχθεσινό δημοψήφισμα της Σκωτίας. Ο Ντέιβιντ Κάμερον, δηλαδή, δεν ήθελε μέσα στην εβδομάδα να συγκαλέσει έκτακτη σύνοδο του Κοινοβουλίου, καθώς εκκρεμούσε το ζήτημα της Σκωτίας. Τόσο το κόμμα των Φιλελευθέρων όσο και αυτό των Εργατικών δεν βλέπουν με καλό μάτι τη βρετανική στρατιωτική εμπλοκή.

ΑΠΟΤΡΟΠΙΑΣΜΟΣ.

Εκτός από τη Βρετανία, πολλές ακόμα χώρες έχουν εκφράσει τον αποτροπιασμό τους για τη συμπεριφορά των τζιχαντιστών και στηρίζουν την αμερικανική στρατιωτική προσπάθεια για την εξουδετέρωσή τους. Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία και η Τουρκία. Επίσης, η Αίγυπτος, η Ιορδανία, το Μπαχρέιν, το Κατάρ, ο Λίβανος, η Σαουδική Αραβία και το Ομάν. Ακόμα, η Ιαπωνία, η Κίνα και η Ρωσία. Σε ανακοινωθέν που υπέγραψαν μετά την πραγματοποίηση διεθνούς συνεδρίου στο Παρίσι μέσα στην εβδομάδα έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στην Απόφαση 2170 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των πηγών χρηματοδότησής της.
Ενδιαφέρον έχει η τοποθέτηση του Ιρακινού προέδρου Φουάντ Μασούμ, ο οποίος διοργάνωσε το προαναφερθέν συνέδριο από κοινού με τον Γάλλο ομόλογό του Φρανσουά Ολάντ. Κατά την άποψή του, η διεθνής κοινότητα πρέπει να δράσει άμεσα για την ανάσχεση του Ισλαμικού Κράτους, καθώς σε διαφορετική περίπτωση ο κίνδυνος θα είναι πολύ μεγαλύτερος. Η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών υπολογίζει ότι το Ισλαμικό Κράτος έχει στη διάθεσή του σημαντικό αριθμό μαχητών, ο οποίος κυμαίνεται από 20.000 ως 31.000 στο Ιράκ και στη Συρία.


Ανησυχεί η κοινή γνώμη των ΗΠΑ

Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη πραγματοποιηθεί οι πρώτες έρευνες της κοινής γνώμης για την απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα να προχωρήσει στη στρατιωτική ανάσχεση από αέρος του Ισλαμικού Κράτους. Ειδικότερα, σύμφωνα με δημοσκόπηση του «Κέντρου Πιου», το 37% των Αμερικανών πολιτών παρακολουθεί συνεχώς τις εξελίξεις και την ειδησεογραφία τις τελευταίες μέρες αναφορικά με τους τζιχαντιστές. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά υψηλότερο σε σχέση με το 23% που καταγράφηκε για την παρακολούθηση της ουκρανικής κρίσης την ίδια περίοδο. Παράλληλα, το 53% των ερωτηθέντων συμφωνεί με τη στρατιωτική επιχείρηση, το 29% διαφωνεί και το 19% δεν απαντά.
Η γενική υποστήριξη, μάλιστα, προέρχεται από ψηφοφόρους τόσο του Δημοκρατικού όσο και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ωστόσο, η πλειονότητα των Αμερικανών πολιτών εκφράζει ήδη την ανησυχία της για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η νέα στρατιωτική επιχείρηση της χώρας τους. Στο θέμα αυτό, μάλιστα, οι υποστηρικτές του Δημοκρατικού κόμματος διαφοροποιούνται από εκείνους του Ρεπουμπλικανικού. Οι πρώτοι δεν επιθυμούν μακρά στρατιωτική εμπλοκή, ενώ οι δεύτεροι ακριβώς το αντίθετο. Ταυτόχρονα, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι -παρά τη γενική υποστήριξή τους στο στρατιωτικό σχέδιο του Ομπάμα- οι περισσότεροι Αμερικανοί θεωρούν ότι πολύ δύσκολα η χώρα τους θα είναι στο μέλλον πιο ασφαλής. Χαρακτηριστικά, μόλις το 18% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι με τον τρόπο αυτό θα εκμηδενιστεί η πιθανότητα πραγματοποίησης τρομοκρατικού χτυπήματος στο αμερικανικό έδαφος τα επόμενα χρόνια. Το 34%, μάλιστα, είναι απαισιόδοξο, εκτιμώντας ότι η αμερικανική στρατιωτική πολιτική εναντίον του Ισλαμικού Κράτους θα οδηγήσει τους τζιχαντιστές σε επιδίωξη αντιποίνων.
Οσον αφορά, τέλος, τα επιμέρους ποιοτικά χαρακτηριστικά της έρευνας για τη στάση των Αμερικανών πολιτών, οι άνδρες υποστηρίζουν τη στρατιωτική εμπλοκή πολύ περισσότερο σε σχέση με τις γυναίκες. Συγκεκριμένα, το 62% των ανδρών λέει «ναι», ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες είναι 44%. Επίσης, οι νέοι Αμερικανοί, έως 30 ετών, παρουσιάζονται πιο επιφυλακτικοί σε σχέση με ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, που έχουν άλλη άποψη. Οι πρώτοι υποστηρίζουν τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε ποσοστό 43%, ενώ οι δεύτεροι σε ποσοστό 61%.


Τουρκία και λαθρεμπόριο πετρελαίου

Αξιος αναφοράς είναι ο ρόλος της Τουρκίας σχετικά με την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους. Αυτό, δε, διότι η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν κατηγορείται για την ανοχή που έχει επιδείξει απέναντι στην τρομοκρατική οργάνωση. Από τη στιγμή που η Τουρκία άνοιξε τα σύνορά της σε όσες αντιπολιτευόμενες συριακές ομάδες μάχονταν εναντίον του Μπασάρ αλ Ασαντ, δεν ήταν λίγοι οι τζιχαντιστές που εκμεταλλεύτηκαν τη συνοριακή χαλαρότητα. Με τον τρόπο αυτό, μάλιστα, το Ισλαμικό Κράτος πέτυχε να μεταφέρει στην Τουρκία το πετρέλαιο που μπορούσε να εξασφαλίσει από τις συριακές περιοχές τις οποίες είχε υπό την κατοχή του. Επρόκειτο, βέβαια, για λαθρεμπόριο πετρελαίου.
Από το χωριό Εσμερίν, επί συριακού εδάφους, περίπου 500 παράνομοι αγωγοί, πολλοί από τους οποίους ήταν πλαστικοί σωλήνες προοριζόμενοι για άρδευση, κατευθύνονταν προς την τουρκική όχθη του ποταμού Ορόντη. Στην τουρκική πλευρά, οι αγωγοί αυτοί ήταν θαμμένοι σε αγροτικές καλλιέργειες, ώστε να μπορούν να φτάνουν προς την πόλη Αλτινοζού. Ετσι, πολλές ιδιωτικές δεξαμενές πετρελαίου γέμιζαν χάρη στο νοθευμένο πετρέλαιο το οποίο μετέφεραν οι τζιχαντιστές στην Τουρκία μέσω Συρίας. Η μεταφορά του λαθραίου πετρελαίου -σημειώνουν αραβικά μέσα ενημέρωσης- πραγματοποιούνταν κρυφά με τη χρησιμοποίηση κινητών τηλεφώνων σχετικά με το πότε μπορούσαν να γεμίζουν οι τουρκικές δεξαμενές και πότε έπρεπε να σταματά η διαδικασία. Στη συνέχεια, οι κάτοχοι των δεξαμενών πωλούσαν το πετρέλαιο σε απλούς πολίτες αντί 0,56 δολαρίων το λίτρο.
Η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να επεμβαίνει μόνο μετά τη δημοσίευση άρθρων στα διεθνή μέσα ενημέρωσης περί παροχής στήριξης στο Ισλαμικό Κράτος. Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, σημεία ελέγχου κοντά στην πόλη Αλτινοζού, αν και οι λαθρέμποροι έβρισκαν πάντα τη λύση και συνέχιζαν τη μεταφορά πετρελαίου. Καθώς, όμως, πλέον το περιθώριο είναι μικρότερο και αρκετοί παράνομοι αγωγοί έχουν καταστραφεί, η τιμή του λαθραίου πετρελαίου έχει αυξηθεί, από 0,56 δολάρια, σε 1,36 δολάρια ανά λίτρο. Σε κάθε περίπτωση, πολλά από τα χρήματα που δίνονται για το λαθραίο πετρέλαιο φτάνουν μοιραία στα χέρια των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους, οι οποίοι έχουν κατασκευάσει ιδιωτικές δεξαμενές στην Τουρκία. Και, βέβαια, παρόλο που η τουρκική κυβέρνηση δέχεται ισχυρές πιέσεις να εντατικοποιήσει τους ελέγχους της, οι λαθρέμποροι μπορούν ακόμα να ξεπερνούν τους ελέγχους δωροδοκώντας τους Τούρκους φύλακες και στρατιώτες.