Σχεδόν 100 χώρες στη λίστα διεθνούς οργάνωσης που καταγράφει κάθε χρόνο βάσει κριτήριών εκείνες τις χώρες που δίνουν τις καλύτερες παροχές και παρέχουν τις καλύτερες συνθήκες διαβιώσης για την 3η ηλικία. 

Η Ελβετία είναι το καλύτερο μέρος για να περάσει τη ζωή του ένας ηλικιωμένος και ακολουθούν η Νορβηγία και η Σουηδία, σύμφωνα με τη νέα έκθεση της διεθνούς οργάνωσης HelpΑge International, που καταρτίζει τον παγκόσμιο δείκτη Global AgeWatch Index. 
Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλά, στην 79η θέση, μεταξύ 96 κρατών, κάτω από χώρες όπως η Κύπρος (30), η Αλβανία (53), το Μπαγκλαντές (67), η Μογγολία (72) και η Τουρκία (75).

Ο δείκτης -που καταρτίζεται σε συνεργασία με το βρετανικό πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον- καλύπτει το 91% του παγκόσμιου πληθυσμού άνω των 60 ετών, δηλαδή γύρω στα 900 εκατομμύρια ανθρώπους. Η κατάταξη των χωρών βασίζεται σε μια αξιολόγηση διαφόρων παραγόντων που επηρεάζουν την κοινωνικο-οικονομική ευημερία ενός ηλικιωμένου, όπως το εισόδημα, η υγεία, η εκπαίδευση, η απασχόληση, το περιβάλλον κ.α.

Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν η Γερμανία και ο Καναδάς, ενώ την τελευταία θέση κατέχει το Αφγανιστάν. Όσες χώρες -όλες στη βόρεια Ευρώπη και στη βόρεια Αμερική- επενδύουν συστηματικά για να βελτιώσουν την καθημερινή ζωή των ηλικιωμένων (υψηλότερες συντάξεις, καλύτερη περίθαλψη, μεγαλύτερη ασφάλεια κλπ.), βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της κατάταξης. Η έκθεση πάντως επισημαίνει ότι, λίγο-πολύ, σε όλες τις χώρες υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω βελτιώσεις.

Το προσδόκιμο ζωής, και τα ποσοστά φτώχειας

Το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής σήμερα συνεχίζει να έχει η Ιαπωνία (86 χρόνια), ενώ ο μέσος όρος παγκοσμίως είναι τα 81 έτη. Το 73,5% των ανδρών ηλικίας 55 έως 64 ετών είναι οικονομικά ενεργοί, έναντι ποσοστού μόνο 46,8% για τις γυναίκες ίδιας ηλικίας. Με δεδομένο ότι οι γυναίκες εργαζόμενες συνήθως αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες, κινδυνεύουν περισσότερο από φτώχεια στην τρίτη ηλικία.

Σύμφωνα με την έκθεση, τα ποσοστά φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων ποικίλουν δραματικά, από 48,5% στη Ν.Κορέα έως μόνο 1,6% στην Ισλανδία. Έως το 2030 εκτιμάται ότι το ποσοστό των ατόμων άνω των 60 ετών στη Γη θα έχει φθάσει το 16,5%, τα τρία τέταρτα από αυτούς σε αναπτυσσόμενες χώρες.

Τι σημειώνεται για την Ελλάδα

Η έκθεση -με επικεφαλής τον καθηγητή Ασγκάρ Ζαϊντί του Κέντρου Ερευνών Γήρανσης του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον- επισημαίνει ότι η Ελλάδα κατέχει τη χαμηλότερη θέση στη δυτική Ευρώπη και βρίσκεται σε παρόμοια θέση με χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και της Ασίας στο θέμα της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων.

Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 3 εκατ. άνθρωποι άνω των 60 ετών, σχεδόν το 27% του πληθυσμού. Το ποσοστό αυτό εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο 33,2% το 2030 και στο 40,8% το 2050. Το προσδόκιμο ζωής ενός 60χρονου (πόσα χρόνια ακόμη αναμένεται να ζήσει) υπολογίζεται σε 24 χρόνια, ενώ το προσδόκιμο υγιούς ζωής σε 17,4 χρόνια.

Η χώρα μας, σύμφωνα με τον Δείκτη, έχει συγκριτικά τις καλύτερες επιδόσεις της στο πεδίο της υγείας των ηλικιωμένων (22η) και στην εισοδηματική ασφάλειά τους (28η), παρά τη μείωση του ανά κεφαλή εισοδήματος (26.215 δολάρια) λόγω της κρίσης και το ότι μόνο το 77,4% των ατόμων άνω των 65 ετών παίρνουν σύνταξη. Σε 7,7% υπολογίζεται το ποσοστό φτώχειας μεταξύ των ατόμων άνω των 60 ετών (όσοι έχουν εισόδημα μικρότερο από το μισό του μέσου εθνικού εισοδήματος).

Η Ελλάδα έχει πολύ κακές επιδόσεις (91η) στο κατά πόσο το περιβάλλον της διευκολύνει τη ζωή ενός ηλικιωμένου, εξαιτίας των πολύ χαμηλών ποσοστών ικανοποίησης των ατόμων τρίτης ηλικίας από τις μεταφορές (53%), την ασφάλεια (48%) και τις ελευθερίες (39%).
Η έκθεση αναφέρει ότι, όσον αφορά στις κοινωνικές διασυνδέσεις, το 61% των ατόμων άνω των 50 ετών στην Ελλάδα αναφέρουν ότι έχουν συγγενείς ή φίλους στους οποίους μπορούν να βασιστουν σε περίπτωση ανάγκης. Εξάλλου μόνο το 48% δηλώνουν ότι νιώθουν ασφαλείς να περπατάνε μόνοι τους τη νύχτα στη γειτονιά τους ή γενικότερα στην πόλη τους.

Χαμηλή είναι επίσης η θέση της Ελλάδας (87η) στο πεδίο των δυνατοτήτων των ηλικιωμένων λόγω του χαμηλού ποσοστού απασχόλησής τους (35,6%) και του όχι υψηλού μορφωτικού επιπέδου τους (μόνο το 31% είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης).