Ινστιτούτο Brookings: Τα τρία διδάγματα από την ελληνική κρίση
<p>Η πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας παραμένει μουντή σύμφωνα με τον Βόλφγκανγκ Φένγκλερ</p>
Το καλοκαίρι που πέρασε ήταν αναμφίβολα ένα από τα πλέον ταραχώδη για τους Έλληνες.
Γι' αυτούς τους τρεις μήνες που συντάραξαν τη χώρα, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά, το Ινστιτούτο Brookings προχωράει σε μια σύντομη, αλλά άκρως περιεκτική ανάλυση.
Όπως αναφέρει ο Γερμανός συντάκτη, Βόλφγκανγκ Φένγκλερ, οι τουρίστες ελάχιστα κατανόησαν αυτή τη νέα κρίση που ενέσκηψε στην Ελλάδα. Απτόητοι συνέχιζαν τις διακοπές τους, ενώ τα ρεστοράν και οι καφετέριες τους φάνταζαν πιο γοητευτικές από ποτέ. Μπορεί να υπήρξαν ελαφρώς λιγότεροι επισκέπτες από την Κεντρική Ευρώπη, αλλά υπήρξε αξιοσημείωτη ανάκαμψη από όμορες χώρες (Βουλγαρία, Σερβία).
Βέβαια, η πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας παραμένει μουντή: η παραγωγή αναμένεται να παραμείνει στάσιμη το 2015, ενώ υπάρχει ακόμη και μια πιθανότητα υποχώρησης (όπως συμβαίνει από το 2008 και εντεύθεν). Αυτό σημαίνει ότι στις αρχές του 2016, η ελληνική οικονομία αναμένεται να εμφανίσει συρρίκνωση της τάξης του 25% σε σχέση με τις επιδόσεις της πριν από οκτώ χρόνια. «Αυτό σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με τη μεγαλύτερη οικονομική συρρίκνωση που σημειώθηκε ποτέ σε αναπτυγμένη χώρα του κόσμου, μετά τη Μεγάλη Ύφεση στις ΗΠΑ», αναφέρει ο αρθρογράφος.
Θεωρεί, πως η νέα ελληνική τραγωδία έφερε στην επιφάνεια τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα της χώρας. Σε αρκετά οικονομικά μεγέθη, η Ελλάδα εμφανίζεται να είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα και όχι μια προηγμένη. Το περιβάλλον για να αναπτυχθεί η επιχειρηματικότητα, παρά τις όποιες βελτιώσεις, παραμένει ζοφερό. Παράδειγμα: για να επιλυθεί μια εμπορική διαφωνία στα δικαστήρια χρειάζεται να περιμένει κανείς 1.580 ημέρες. Κάτι τέτοιο συναντάει κανείς στο Αφγανιστάν και το Μπαγκλαντές. Στα λιμάνια υπάρχει συμφόρηση: τα ελληνικά προϊόντα χρειάζονται 15 ημέρες για να εξαχθούν. Εννέα περισσότερες ημέρες από όσο χρειάζονται τα αντίστοιχα προϊόντα της FYROM. Ενώ, εξακολουθούν να υφίστανται η διαδεδομένη διαφθορά και η φοροδιαφυγή.
Κατά τον Φένγκλερ, η ελληνική κρίση κλόνισε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας που έτσι και αλλιώς βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε, εκείνη που την κατηγορούν ότι έχει μια «λογιστική» προσέγγιση στο θέμα της Ελλάδας, ενώ ο μηδενικός πληθωρισμός για τον οποίο επιχαίρει το Βερολίνο οδηγεί σε αποπληθωρισμό τη Νότια Ευρώπη.
Όσο για τα διδάγματα που μπορεί να αποκομίσει κανείς από την πρόσφατη ελληνική κρίση, αυτά είναι τρία και ο Φένγκλερ τα εκθέτει:
Έλλειψη επικέντρωσης στην ανάπτυξη: Υπήρξε μια πλάνη ως προς τα συμπτώματα της κρίσης. Η δημοσιονομική πολιτικής στην Ελλάδα ήταν προβληματική, αλλά η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, καλής διακυβέρνησης και αδυναμίας των θεσμών ήταν οι θεμελιώδεις προκλήσεις. Η Ελλάδα εμφανίζει μια εξαιρετικά αδύναμη βάση στις εξαγωγές της (κυρίως γεωργικά προϊόντα και τουρισμός). Αδυνατεί να προσελκύσει επενδυτές σε άλλους τομείς της οικονομίας. Άρα, παραμένει η αχίλλειος πτέρνα της χώρας.
Ο ρόλος των τραπεζών: Η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι η σανίδα σωτηρίας κάθε οικονομίας. Είναι το αίμα στο σώμα της. Οι χώρες με υπανάπτυκτο χρηματοπιστωτικό τομέα υποφέρουν. Ωστόσο, είναι κοντόφθαλμο να πιστεύει κανείς ότι για την κρίση φταίνε οι άπληστοι τραπεζίτες. Οι άνθρωποι ανταποκρίνονται στα κίνητρα. Και επειδή στην περίπτωση της Ελλάδας δεν υπήρξαν τέτοια, αρκετοί προχώρησαν σε μαζικές αναλήψεις από τις τράπεζες. Χάθηκε η εμπιστοσύνη στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα.
Οικειοποίηση των μεταρρυθμίσεων: Δεν τόσο σημαντικό τι είδους μεταρρυθμίσεις γίνονται, αλλά πώς και ποιος τις κάνει. Οι μεταρρυθμίσεις που φαίνεται να επιβάλλονται από τους ξένους, σπάνια επιτυγχάνουν. Σε αντίθεση με εκείνους που έχουν αποφασιστεί από τις ίδιες τις κυβερνήσεις. Υπάρχουν παραδείγματα από το 1980 και το 1990, όταν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα προσπάθησαν να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες και η επιτυχία ήταν μηδαμινή. Οι μεταρρυθμίσεις έχουν νόημα μόνο όταν οι κυβερνήσεις τις κάνουν «δικές» τους.