Οι τρεις οικογένειες Σύρων μουσουλμάνων προσφύγων που πήρε μαζί τους ο Πάπας Φραγκίσκος από τη Λέσβο στη Ρώμη εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους προς τον Πάπα για την κίνησή του αυτή. «Ο Φραγκίσκος μας έδωσε ξανά ζωή», είναι ο «σωτήρας μας», «θα γίνουμε άξιοι αυτού του δώρου», με τις φράσεις αυτές οι Σύροι πρόσφυγες εξέφρασαν οι δώδεκα Σύροι την ευγνωμοσύνη τους προς τον ποντίφικα.Οι τρεις οικογένειες πέρασαν την πρώτη νύκτα τους στην Ιταλία, φιλοξενούμενες στη συνοικία Τραστέβερε της Ρώμης από την καθολική κοινότητα του Αγίου Αιγιδίου.

Σύμφωνα με δηλώσεις τους που δημοσιεύονται από την εφημερίδα la Stampa, μετά την άφιξή τους στη Ρώμη, οι Σύροι ευχαρίστησαν τον Πάπα «για την ευκαιρία που τους προσφέρθηκε με τη χειρονομία ελπίδας που έκανε και η οποία τόσο τους συγκίνησε».

Μολονότι αρχικά σκέπτονταν όλοι να μεταβούν στη Γερμανία ή στη βόρεια Ευρώπη, λένε πως τώρα επαφίενται στον Φραγκίσκο: «Είμαστε προσκεκλημένοι του Πάπα, ο οποίος μας έσωσε και μας ξανάδωσε τη ζωή».

«Είδαμε φίλους και συγγενείς να πεθαίνουν κάτω από τα ερείπια, διαφύγαμε επειδή στη Συρία δεν είχαμε πια καμιά ελπίδα», εξηγεί ο Χάσαν, ένας μηχανικός από τη Δαμασκό, που συνοδεύεται από τη γυναίκα του, την Νουρ, και τον δίχρονο γιο τους.

Στη Λέσβο ήμασταν αποκλεισμένοι

«Στη Λέσβο, είχαμε καταλάβει πως ήμασταν αποκλεισμένοι σ' ένα μέρος απ' όπου δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε, σε μια παγίδα, μια φυλακή», προσθέτει, μέχρι την επίσκεψη του Πάπα, «του σωτήρα μας».

«Ελπίζουμε πως η κοινή γνώμη (στην Ευρώπη) θα καταλάβει τους λόγους μας και πως η χειρονομία του πάπα θα έχει συνέπειες στην πολιτική έναντι των προσφύγων», λέει από την πλευρά της η Νουρ στη La Repubblica.

Η Ουάφα, στο πλευρό του συζύγου της, του Οσάμα, της οκτάχρονης κόρης τους, της Μάσα, και του εξάχρονου γιου τους, του Όμαρ, μιλάει για τους «αδιάκοπους βομβαρδισμούς» των τελευταίων μηνών πάνω από το σπίτι της. «Από τότε ο γιος μου μιλάει πολύ λίγο, καμιά λέξη δεν βγαίνει πια από το στόμα του, κλείνεται σε μια αδιαπέραστη σιωπή» λέει η Ουάφα.

Ο Ράμι, ένας εκπαιδευτικός 51 ετών, αφηγείται πως διέφυγε από την Ντέιρ Εζόρ, μια επαρχία που ελέγχεται εν μέρει από το Ισλαμικό Κράτος, μαζί με τη σύζυγό του, την Σουχίλα, και τα τρία παιδιά τους, τον Ρασίντ και τον Αμπντελμαζίντ, 18 και 16 ετών, και την μικρή Αλ Κουντς, επτά ετών. Αυτό που τους έπεισε να φύγουν ήταν η καταστροφή του σπιτιού τους, λέει.

«Ευχαριστούμε τον Πάπα, θα γίνουμε άξιοι αυτής της ευκαιρίας που μας προσφέρθηκε και του δώρου που μας έκανε», λέει στη la Stampa, διευκρινίζοντας ότι δεν ξέρει ακόμη αν πρέπει να ξαναρχίσουν τη ζωή τους στην Ευρώπη ή αν μια μέρα θα μπορέσουν να επιστρέψουν «σε μια Συρία χωρίς πόλεμο ούτε βία».

Μ' αυτούς τους νέους φιλοξενούμενους, οι οποίοι βρίσκονται εκεί με ανθρωπιστική βίζα και θα πρέπει να καταθέσουν προσεχώς αίτημα ασύλου στις ιταλικές αρχές, το Βατικανό, το οποίο έχει λιγότερους από χίλιους κατοίκους, αριθμεί πλέον είκοσι πρόσφυγες. Το Γαλλικό Πρακτορείο σημειώνει πως, αν έκαναν το ίδιο οι 300 εκατομμύρια Ευρωπαίοι, θα υποδέχονταν 6 εκατομμύρια ανθρώπους.

Πάπας: Δεν υπάρχει κανένας πολιτικός υπολογισμός στην κίνηση αυτή. Είναι ενα ανθρωπιστικό διάβημα

Την άνευ προηγουμένου κίνησή του να μεταφέρει μαζί του τρεις οικογένειες Σύρων μουσουλμάνων προσφύγων από την Ελλάδα στην Ιταλία, εξήγησε νωρίτερα ο Πάπας Φραγκίσκος στους δημοσιογράφους κατά το ταξίδι της επιστροφής του στην Ιταλία. Όπως σημειώνει ο ειδικός απεσταλμένος της Le Figaro, ο Πάπας κατέβηκε πρώτος για να υποδεχθεί συμβολικά, μπροστά στις κάμερες, τις οικογένειες αυτές στο ιταλικό έδαφος.

Λίγο πιο πριν ο Ποντίφικας είχε διαβεβαιώσει πως: «δεν επέλεξα ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς». «Αυτές οι τρεις οικογένειες είχαν τα χαρτιά τους τακτοποιημένα και έτοιμα. Σε μια πρώτη λίστα, ήταν δύο χριστιανικές οικογένειες, αλλά δεν είχαν τακτοποιημένα τα χαρτιά τους. Δεν πρόκειται συνεπώς για κάποιο προνόμιο. Αυτοί οι δώδεκα είναι όλοι παιδιά του Θεού και προέκρινα τα παιδιά του Θεού!»

Το Βατικανό, σύμφωνα με τη Le Figaro, θα αναλάβει την κάλυψη των αναγκών αυτών των οικογενειών. «Δεν υπάρχει κανένας πολιτικός υπολογισμός στην επιχείρηση αυτή, το ταξίδι αυτό είναι ένα ανθρώπινο, ανθρωπιστικό διάβημα» διαβεβαίωσε ο πάπας. Η ιδέα να επιστρέψει στο Βατικανό μαζί με πρόσφυγες είχε κρατηθεί επιμελώς μυστική μέχρι την τελευταία στιγμή. Την σκέφτηκαν συνεργάτες του την περασμένη εβδομάδα, εξήγησε ο Ποντίφικας κι αυτός δέχθηκε αμέσως. «Όλα έγιναν με όλους τους τύπους. Οι τρεις κυβερνήσεις, του Βατικανού, της Ιταλίας και της Ελλάδας, ήταν σύμφωνες και έδωσαν τη βίζα».

Ερωτηθείς σχετικά με «τις δυσκολίες της ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων στην Ευρώπη», ο Φραγκίσκος απάντησε: «Οι λίγοι τρομοκράτες» που πραγματοποίησαν αιματηρές επιθέσεις «είναι όλοι παιδιά ή ανίψια ανθρώπων γεννημένων στην Ευρώπη. Τι συνέβη λοιπόν; Για μένα, η πολιτική της ενσωμάτωσης είναι θεμελιώδης. Και σήμερα η Ευρώπη οφείλει να ξαναβρεί αυτή την ικανότητα να ενσωματώνει την οποία πάντα είχε. Υπήρχαν ανέκαθεν αφίξεις στην Ευρώπη, αυτό πλουτίζει τον πολιτισμό».

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την «ενίσχυση των συνόρων σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης» εναντίον των μεταναστευτικών ροών, ο Φραγκίσκος διαβεβαίωσε: «Καταλαβαίνω τις κυβερνήσεις και τους λαούς που έχουν κάποιο φόβο. Τους καταλαβαίνω. Η ευθύνη μας άλλωστε με την υποδοχή είναι μεγάλη. Είναι να καταλάβουμε πώς ενσωματώνονται οι άνθρωποι αυτοί». Πρόσθεσε στη συνέχεια πως «Η ανέγερση τειχών δεν είναι λύση. Τον περασμένο αιώνα είδαμε την πτώση ενός τείχους. Τα τείχη δεν λύνουν τίποτε. Οφείλουμε να φτιάξουμε γέφυρες. Όμως οι γέφυρες οικοδομούνται με ευφυή τρόπο. Γίνονται με τον διάλογο, με την ενσωμάτωση. Καταλαβαίνω συνεπώς έναν κάποιο φόβο, αλλά το κλείσιμο των συνόρων δεν λύνει τίποτε. Μακροπρόθεσμα κάνει κακό στον ίδιο τον λαό».

Ο Πάπας έκλεισε τη συνομιλία του με τους δημοσιογράφους μ' αυτή την έκκληση προς τη Γηραιά Ήπειρο: «Η Ευρώπη οφείλει επειγόντως να εφαρμόσει πολιτικές υποδοχής, ενσωμάτωσης, ανάπτυξης, εργασίας, οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Τα στοιχεία αυτά είναι γέφυρες που θα μας οδηγήσουν στο να μην υψώνουμε τείχη. Όμως, πρέπει να το ξαναπώ, ο φόβος έχει όλη την κατανόησή μου». Και παρέφρασε την Μητέρα Τερέζα για να εξηγήσει το πνεύμα της χειρονομίας του: «Έπειτα απ' αυτή τη σταγόνα, η θάλασσα δεν θα είναι πλέον η ίδια. Οφείλουμε να δώσουμε το χέρι σ' αυτόν που το έχει ανάγκη».