Το πόσο έζησαν οι γονείς κάποιου, αποτελεί ένδειξη για το πόσο μπορεί να ζήσει και ο ίδιος, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη διεθνή επιστημονική έρευνα.

Η μελέτη -η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα- δείχνει ότι όσο περισσότερο ζουν οι γονείς, τόσο περισσότερο μπορούν να ελπίζουν ότι θα ζήσουν και τα παιδιά τους, καθώς επίσης να παραμείνουν υγιή μετά τα 60 και τα 70 τους, κινδυνεύοντας λιγότερο από καρδιά και καρκίνο.

Οι ερευνητές από τη Βρετανία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και την Ινδία, με επικεφαλής την επιδημιολόγο δρα Τζάνις 'Ατκινς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Έξετερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "American College of Cardiology" του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για την υγεία 186.000 ατόμων ηλικίας 55 έως 73 ετών.

Διαπιστλώθηκε ότι όσοι είχαν γονείς που είχαν ζήσει περισσότερο, αυτοί εμφάνιζαν λιγότερα προβλήματα καρδιοπάθειας, είχαν λιγότερα εμφράγματα και εγκεφαλικά, λιγότερη υπέρταση και λιγότερη χοληστερόλη.Ο κίνδυνος θανάτου ενός ανθρώπου από καρδιά ήταν 20% μικρότερος για κάθε δεκαετία που τουλάχιστον ο ένας γονέας του είχε ζήσει πέρα από την ηλικία των 70 ετών. Αντίστοιχα, ο κίνδυνος για το παιδί ήταν 16% μικρότερος να πεθάνει πρόωρα από οποιαδήποτε αιτία, αν οι γονείς του πέρασαν τα 70.

Επιπλέον, όσοι είχαν μακρόβιους γονείς, εμφάνιζαν κατά μέσο όρο 7% μειωμένο κίνδυνο καρκίνου, ενώ είχαν και λιγότερους γενετικούς παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο, παχυσαρκία, υψηλή χοληστερόλη κ.α.

Παρόλο που, σύμφωνα με τη μελέτη, παράγοντες όπως το κάπνισμα, το πολύ αλκοόλ, η έλλειψη σωματικής άσκησης και η παχυσαρκία παίζουν ρόλο στο προσδόκιμο ζωής, η διάρκεια ζωής των γονιών κάποιου επίσης παίζει ρόλο στο πόσο θα ζήσει και πόσο υγιής θα είναι.

Η μελέτη έδειξε ότι η αυξημένη διάρκεια ζωής των γονιών συνδέεται με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, υψηλότερο εισόδημα, περισσότερη σωματική άσκηση, μικρότερη παχυσαρκία και λιγότερο κάπνισμα.