Η απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να τερματιστεί το πρόγραμμα της CIA μέσω του οποίου εφοδιάζονταν με όπλα και δέχονταν εκπαίδευση τα μέλη ορισμένων οργανώσεων ανταρτών οι οποίες πολεμούν εναντίον της κυβέρνησης του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ δεν αποτελούσε μια παραχώρηση προς τον βασικό σύμμαχο του Άσαντ, τη Ρωσία, δήλωσε την Παρασκευή ένας ανώτατος αξιωματικός του αμερικανικού στρατού.

Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ένας Αμερικανός αξιωματούχος είχε αντιθέτως δηλώσει ότι η απόφαση αυτή εντασσόταν σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης του ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία, η οποία μαζί με οργανώσεις που υποστηρίζονται από το Ιράν έχουν ουσιαστικά καταφέρει να κρατήσουν την κυβέρνηση του Άσαντ στην εξουσία έπειτα από έξι χρόνια πολέμου.

Η απόφαση «νομίζω βασίστηκε σε μια αποτίμηση της φύσης του προγράμματος, των στόχων που προσπαθούμε να επιτύχουμε, τη βιωσιμότητά του στο μέλλον», είπε ο στρατηγός Ρέιμοντ Τόμας, επικεφαλής της Διοίκησης Ειδικών Επιχειρήσεων (USSOCOM), απευθυνόμενος στο ακροατήριο του Aspen Security Forum στο Κολοράντο.

«Τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζω για το πρόγραμμα αυτό και την απόφαση να τερματιστεί, είμαι απόλυτος στο ότι δεν επρόκειτο για μια συμβιβαστική χειρονομία προς τους Ρώσους», επέμεινε.

Ο Τόμας —ο πρώτος Αμερικανός αξιωματούχος που σχολιάζει επίσημα την εξέλιξη αυτή— έκανε λόγο για μια πολύ «σκληρή απόφαση». Επισήμανε ότι σύμφωνα με κάποιους οι αντάρτες δεν έχουν καμιά πιθανότητα να ανατρέψουν τον Μπασάρ αλ Άσαντ.

Το πρόγραμμα της CIA άρχισε το 2013 κι εντασσόταν στις προσπάθειες της κυβέρνησης του τότε προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα για να αποπεμφθεί ο Άσαντ από την εξουσία. Ωστόσο, η επιτυχία του κρίθηκε πολύ περιορισμένη.

Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου στρατηγός Χέρμπερτ Ρέιμοντ ΜακΜάστερ και ο διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Μάικ Πομπέο αποφάσισαν να τερματιστεί το πρόγραμμα αφού διαβουλεύθηκαν με αξιωματούχους και πάντως πριν από τη συνάντηση που είχε ο Τραμπ (7η Ιουλίου) με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν κατά τη σύνοδο της Ομάδας των Είκοσι (G20) στο Αμβούργο, δήλωσαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters υπό τον όρο να παραμείνουν ανώνυμοι.

Η απόφαση δεν εντασσόταν στις διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας για μια ανακωχή στη νοτιοανατολική Συρία, διευκρίνισαν οι αξιωματούχοι.

Μια από τις ανεπιθύμητες συνέπειες του προγράμματος της CIA ήταν το γεγονός ότι πολλοί αντάρτες που είχαν εκπαιδευτεί και εξοπλιστεί αποσκίρτησαν κατόπιν και εντάχθηκαν στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) ή άλλων εξτρεμιστικών οργανώσεων, και ορισμένα μέλη της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης τάσσονταν υπέρ του τερματισμού του.

Ο στρατηγός Τόμας σημείωσε ακόμη τις επικρίσεις για το ότι το πρόγραμμα δεν ήταν αρκετά σθεναρό, αλλά απέφυγε να κάνει ο ίδιος κριτική.

Πριν αναλάβει την εξουσία τον Ιανουάριο, ο Τραμπ είχε εξαγγείλει ότι θα τερμάτιζε την υποστήριξη της Ουάσινγκτον προς τις οργανώσεις που ανήκουν στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (ΕΣΣ) και θα έδινε την προτεραιότητα στις επιχειρήσεις εναντίον του ΙΚ.

Ο στρατηγός Τόμας έχει σημαίνοντα ρόλο σε μια άλλη επιχείρηση, αυτή για την εκπαίδευση, τον εξοπλισμό και την υποστήριξη των σύρων ανταρτών που πολεμούν εναντίον του ΙΚ στη Συρία.

Ομάδες των Ειδικών Δυνάμεων και άλλοι αμερικανοί στρατιωτικοί συμβουλεύουν τους κούρδους μαχητές της οργάνωσης YPG και τους άλλους αντάρτες που πολεμούν για να αποσπάσουν την πόλη της Ράκας από το ΙΚ. Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ διεξάγει επιδρομές καθημερινά το τελευταίο διάστημα για να βοηθήσει την προέλασή τους.