Με το SPD να κινείται κάπου στο 20%, τα exit polls έρχονται να επιβεβαιώσουν τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις που έδειχναν ότι ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, δεν είναι το κατάλληλο πρόσωπο για την ανανέωση που τόσο επιθυμούσε η γερμανική κεντροαριστερά και τα ομόδοξα αυτής κόμματα στην Ευρώπη. «Ούτε Μπέρνι Σάντερς, ούτε Μακρόν» είναι ο πρόσφατος χαρακτηρισμός του ευρωπαϊκού Politico για τον ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών. «Απλά ένας σοσιαλδημοκράτης με θλιμμένα μάτια, το κόμμα του οποίου υποστηρίζει την κυβέρνηση Μέρκελ για πάνω από δέκα χρόνια».

Ο Σουλτς υπήρξε το προϊόν ζυμώσεων εντός της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ακολουθώντας την επιτυχία του πορτογαλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος υπό τον Αντόνιο Κόστα που κυβερνά εφαρμόζοντας ήπια λιτότητα ως επικεφαλής ενός ευρύτερου αριστερού συνασπισμού. Η περίπτωση Κόστα έδειξε μια αντίθετη κατεύθυνση προς αυτή που έχει πάρει η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά, η οποία κατακρημνίζεται δημοσκοπικά, συχνά προς όφελος των ανερχόμενων αριστερών κομμάτων.

Ο Μάρτιν Σουλτς επιχείρησε να φέρει αυτή την αριστερή στροφή στους Γερμανούς σοσιαλιστές, αντικαθιστώντας τον πιο κεντρώο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ που ηγήθηκε του SPD για το μεγαλύτερο μέρος της συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ. Το αδιέξοδο αυτής της επιλογής φάνηκε από νωρίς: στις εκλογές των κρατιδίων, οι Σοσιαλδημοκράτες υπέστησαν συντριπτική ήττα έναντι της Άνγκελα Μέρκελ, καθώς παρά τις αρχικές διακηρύξεις, το SPD δεν κατάφερε να διαχωρίσει επαρκώς τη θέση του από τη Γερμανίδα Καγγελάριο, η οποία σε κρίσιμες στιγμές έχει πάρει αρκετές αποφάσεις αρεστές σε προοδευτικά ακροατήρια.

Ήδη πριν κλείσουν οι κάλπες, διακινείται η φήμη στα γερμανικά μέσα ότι την ηγεσία του SPD θα αναλάβει είτε η σημερινή υπουργός Εργασίας, Αντρέα Νάλερς ή η πρόεδρος του κρατιδίου του Μέλενμπουργκ, Μανουέλα Σβέσινγκ. Αμφότερες οι επιλογές δείχνουν ότι το SPD σκέφτεται να συνεχίσει στην ίδια λογική της επιλογής Σουλτς: πολιτικά πρόσωπα που έχουν χρόνια τριβή με τους Χριστιανοδημοκράτες, επιλεγμένα απ’ την κομματική ελίτ και προσκείμενα σ’ αυτή.

Πιθανώς ούτε αυτό να είναι αρκετό. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν και ο Μπέρνι Σάντερς προέρχονταν από τις ξεχασμένες αριστερές πτέρυγες της αρχαίας, ξεχασμένης παράδοσης των Εργατικών και των Δημοκρατικών και σημείωσαν επιτυχίες όχι μεταξύ της κομματικής γραφειοκρατίας (που τους πολέμησε αμφότερους), αλλά μέσω ανοιχτών διαδικασιών που ενέπλεξαν ψηφοφόρους οι οποίοι είχαν αποκολληθεί από την εκλογική διαδικασία και νεαρούς ψηφοφόρους που απαξιούσαν γι’ αυτή. Ο Αντόνιο Κόστα προέβη σε ένα επισφαλές πλάνο με αρκετές παραχωρήσεις στους αριστερούς συγκυβερνώντες του – παρότι σήμερα η κυβέρνησή του αρχίζει να αντιμετωπίζει τριβές και το μέλλον της γίνεται όλο και πιο αβέβαιο.

Η ιστορία του SPD, ακόμα και στις καλές της εποχές, έχει αρκετά σκοτεινά σημεία, όπως τη στάση που κράτησε απέναντι στις διώξεις Αριστερών στον μεσοπόλεμο και τα «λευκά κελιά» του Χέλμουτ Σμιτ. Ωστόσο, όποτε αποτελούσε ικανή επιλογή για εκλογικές νίκες, εφάρμοζε μία μετριοπαθή πολιτική με αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά.

Η αποτυχία του SPD οφείλεται στην επιμονή του στα χαρακτηριστικά που το έχουν παγιώσει στη 2η θέση των γερμανικών επιλογών απ’ το 2004 και μετά. Κατανοώντας τα αυτοκτονικά χαρακτηριστικά αυτής της επιμονής, ο Μάρτιν Σουλτς ήδη ανακοίνωσε ότι το κόμμα του δεν θα συμμετέχει ξανά σε Μεγάλο Συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες. Αν, ωστόσο, δεν συνεχίσει με την οριστική αποκοπή απ’ την πολιτική παράδοση του Γκέρχαρτ Σρέντερ, το SPD θα συνεχίσει να κατακρημνίζεται και τα ποσοστά του να κατευθύνονται προς οποιαδήποτε κατεύθυνση: από τη μετριοπαθή Αριστερά του Die Linke, μέχρι τη σκληρή ακροδεξιά του AfD.