Καμία άλλη χώρα στον πλανήτη δεν χαρακτηρίζεται από τον τόσο έντονο διαχωρισμό του Βορρά με τον Νότο της όσο η Ιταλία. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Μουσολίνι, ο βιομηχανικός Βορράς είναι που δέχθηκε όλες τις απαραίτητες ενισχύσεις προκειμένου να αναπτυχθεί, εν αντιθέσει με τον αγροτικό Νότο, ο οποίος για δεκαετίες –και σε έναν βαθμό μέχρι σήμερα- αντιμετωπίζεται μόνο ως δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού τις πιο εύπορες περιοχές.


Σ’ αυτή τη διάκριση βασίστηκαν όλες οι εσωτερικές κρίσεις της Ιταλίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, με κορύφωση στα λεγόμενα «χρόνια του μολυβιού». Αν η μαφία είναι πλέον σχεδόν συνώνυμη με το ιταλικό κράτος, οι φτωχότερες περιοχές της Ιταλίας έχουν ζήσει και εν πολλοίς ζουν αυτή την ασυδοσία με μεγαλύτερη ένταση. Με κατεύθυνση νότια στον χάρτη της Ιταλίας, τα εισοδήματα και οι κρατικές δαπάνες πέφτουν, η ανεργία και η φτώχια μεγαλώνουν και η δράση της μαφίας γίνεται όλο και πιο πυκνή.


Χάρτης του οργανωμένου εγκλήματος στην Ιταλία (Πηγή: Wikipedia)


Το Μιλάνο και η Βενετία δεν έχουν όμως τέτοια προβλήματα. Ως εύπορα τουριστικά κέντρα, με ανεπτυγμένες οικονομίες, οι δύο πόλεις μοιράζονται μεταξύ τους το 30% του ΑΕΠ της Ιταλίας. Είναι οι περιφέρειες αυτών, η Λομβαρδία και το Βενέτο αντίστοιχα, αμφότερες υπό τον έλεγχο της φασιστικής Λέγκας του Βορρά, που προέβησαν σε δημοψηφίσματα, προκειμένου να διεκδικήσουν μέσω της λαϊκής ετυμηγορίας τη μεγαλύτερη αυτονομία τους από την κεντρική κυβέρνηση της Ιταλίας, αποσύροντας δηλαδή τις περισσότερες δεσμεύσεις τους που αφορούν τη φορολογική και τη μεταναστευτική πολιτική.


Φυσικά, το δημοψήφισμα δεν χρειαζόταν• το ιταλικό Σύνταγμα δίνει το ίδιο τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης των περιφερειών με την κεντρική κυβέρνηση ανά πάσα στιγμή. Ο θόρυβος όμως γύρω από τα δύο δημοψηφίσματα είναι πάντα χρήσιμος για τη βασική ατζέντα της ιταλικής ακροδεξιάς που στα πλαίσια της χρονίζουσας πλέον πολιτικής κρίσης της Ιταλίας έχει καταφέρει να ορίζει την ημερήσια διάταξη με τις θέσεις της να εκπροσωπούνται από την πλειοψηφία των ιταλικών κομμάτων.


Η Λέγκα του Βορρά, η Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και το Κίνημα των 5 Αστέρων του Μπέπε Γκρίλλο, παρά τον υβριδικό χαρακτήρα του τελευταίου, αθροιστικά υπερβαίνουν κατά πολύ το 50% της εκλογικής προτίμησης. Όλες μαζί τάχθηκαν υπέρ της διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων στη Λομβαρδία και το Βενέτο και όλες υποστήριξαν τη μεγαλύτερη αυτονομία των δύο πλούσιων περιφερειών. Όλες, δε, το έκαναν στη βάση της ίδιας ατζέντας: της άρνησης να ισορροπείται –έστω και στοιχειωδώς- η εγκατάλειψη των οικονομικά ασθενέστερων περιοχών της Ιταλίας, αλλά και η δυνατότητα να διαχειριστούν προσφυγικές και μεταναστευτικές ομάδες με τρόπο που μάλλον θα μπορεί να κάνει διάλογο μόνο με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – τουλάχιστον μέχρι να καρποφορήσει και η ευρωσκεπτικιστική τους ατζέντα.


Έχει σχολιαστεί ότι αυτού του είδους οι αποσχιστικές τάσεις, με την ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία της ξενοφοβίας και της εγκατάλειψης των «φτωχών συγγενών», αρχίζει να σχηματίζει ένα μοτίβο: από το Brexit, μέσα απ’ την Καταλονία και τώρα στην Ιταλία, φαίνεται να έχουν διαρραγεί ανεπανόρθωτα οι δεσμοί που συνέχουν τα κράτη ακόμα και στο εσωτερικό τους. Με την κρίση να έχει απλωθεί στην Ευρώπη, η δημοσιονομική κατάρρευση εξισορροπείται με το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και τη γρήγορη απομάκρυνση απ’ την εκάστοτε βάρκα, δόγμα που εξυπηρετείται καλύτερα από τις πιο μαύρες πολιτικές δυνάμεις της Ηπείρου.


Μία κατάσταση homo homini lupus και μία πολυπρισματική τάση συρρίκνωσης και απομόνωσης με εστίες που πληθαίνουν, δεν είναι δύσκολο να ιδωθούν ως σημεία μιας επικείμενης κατάρρευσης της Ένωσης, ιδίως όταν οι φυγόκεντρες δυνάμεις ενισχύονται καθημερινά.