«Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ», δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ την Τετάρτη, εγκρίνοντας τη μεταφορά της πρεσβείας τους από το Τελ Αβίβ. Όσο και αν η κίνηση αυτή της Ουάσινγκτον χαρακτηρίστηκε ως αιφνιδιαστική, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ αποτελούσε διακηρυγμένη κεντρική προεκλογική θέση του Ρεπουμπλικανού προέδρου.

Άλλωστε, και η ασυνήθιστη παρουσία του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Μ. Πενς ακριβώς πίσω από τον πρόεδρο Τραμπ όταν προέβαινε στη σχετική επίσημη δήλωση αυτό τον σκοπό εξυπηρετούσε.

Να δείξει προς κάθε κατεύθυνση ότι η συγκεκριμένη επιλογή έχει τη συμφωνία των παραδοσιακών δυνάμεων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και των δομών της Ουάσινγκτον. Στη σχετική ομιλία του στον Λευκό Οίκο ο Αμερικανός πρόεδρος, απαντώντας στα πυρά ξένων ηγετών, τόνισε εξάλλου ότι οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν να δημιουργήσουν συγκρουσιακό κλίμα στη Μέση Ανατολή. Εξήγησε, μάλιστα, ότι πρόκειται για μια κίνηση που έπρεπε να έχει γίνει νωρίτερα για να «συμβάλει στις ειρηνευτικές διαδικασίες στη Μέση Ανατολή», εκδηλώνοντας έτσι την αδημονία του Λευκού Οίκου για την επανεκκίνηση των ειρηνευτικών συνομιλιών.

Εξέλιξη που με επιμονή επιχείρησαν να ενθαρρύνουν οι Αμερικανοί με τις συνεχείς, αν και διακριτικές, επαφές της ειδικής ομάδας διαβούλευσης που έχει συσταθεί με επικεφαλής τον γαμπρό του Ντ. Τραμπ Τζάρεντ Κούσνερ. Οι προσπάθειες αυτές, όμως, έπεσαν στο κενό.

Στις ενστάσεις που αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αλλά και του Πενταγώνου διατύπωσαν για τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία της ανακοίνωσης η αντίδραση του Λευκού Οίκου ήταν όχι μόνον άμεση, αλλά και θετική. Η ανακοίνωση της μεταφοράς της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ συνέβη, αλλά η υλοποίηση της απόφασης παρατάθηκε για έξι μήνες. Έτσι, δημιουργείται ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα για επίπονες διαβουλεύσεις, προκειμένου να διατυπωθεί κάποιο σχέδιο επίλυσης του Παλαιστινιακού.  

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΚΛΙΜΑ

«Θα υποστηρίξουμε μια λύση μεταξύ των δύο κρατών που θα είναι αποδεκτή τόσο από τους Ισραηλινούς όσο και από τους Παλαιστινίους», δήλωσε με επιμονή ο Αμερικανός πρόεδρος, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να καθησυχάσει τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Α. Γκουτέρες, που, παρά τις διαβεβαιώσεις αυτές, έσπευσε να προχωρήσει σε αρνητικές δηλώσεις. Έντονες υπήρξαν οι αντιδράσεις, όπως ήταν φυσικό, από την πλευρά των Παλαιστινίων, των αραβικών χωρών, αλλά και της Τουρκίας.

Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τραμπ προχώρησε σε έναν κύκλο τηλεφωνημάτων προτού ανακοινώσει τις αποφάσεις του προς τους Αμπάς, Νετανιάχου και Αλ Σίσι στην Αίγυπτο και τον βασιλιά Αμπντάλα στην Ιορδανία, για να αποφευχθεί ο αιφνιδιασμός, οι δηλώσεις της «Φατάχ» και, φυσικά, της «Χαμάς» υπήρξαν απολύτως αποθαρρυντικές. «Η Ιερουσαλήμ είναι η αιώνια πρωτεύουσα του κράτους της Παλαιστίνης», διαμήνυσε ο Αμπάς.

Η «Χαμάς» σε αντίστοιχο διάγγελμά της δήλωσε ότι «οι ΗΠΑ άνοιξαν τις πύλες της κολάσεως». Επικίνδυνο βήμα χαρακτήρισαν την απόφαση των ΗΠΑ η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. «Παράλογη απόφαση» ήταν η πρώτη τοποθέτηση της Τεχεράνης. Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, σε πολύ υψηλούς τόνους, καταδίκασε την «ανεύθυνη ανακοίνωση της αμερικανικής κυβέρνησης». Την ανακοίνωση του Ντ. Τραμπ χαιρέτισε, από την άλλη πλευρά, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου, κάνοντας λόγο για «ιστορική ημέρα».  

Αποστάσεις και αρνήσεις

Τη σοβαρή ανησυχία τους για το τι θα συμβεί εξέφρασαν από την πλευρά τους η Ε.Ε. αλλά και η Γαλλία. Η Φεντερίκα Μογκερίνι από τις Βρυξέλλες ζήτησε από τους Παλαιστινίους να επιδείξουν «αυτοσυγκράτηση» στις αντιδράσεις τους.

Σε τηλεφωνική επικοινωνία, μάλιστα, που είχε με τον Μ. Αμπάς, επανέλαβε την πάγια θέση της Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία «το τελικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ ως μελλοντικής πρωτεύουσας του Ισραήλ και ενός παλαιστινιακού κράτους θα πρέπει να καθοριστεί μέσω διαπραγματεύσεων των δύο πλευρών».

Μάλιστα, υπήρξε και πρόσκληση προς τον Αμπάς για συζητήσεις στις Βρυξέλλες, ενώ ήδη τη Δευτέρα θα βρίσκεται εκεί για ανεπίσημη ενημέρωση των υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε. ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπ. Νετανιάχου. Την πλήρη αποστασιοποίησή της από την πολιτική των ΗΠΑ ανακοίνωσε η Βρετανία με δηλώσεις της πρωθυπουργού της, Τερέζα Μέι, που είπε: «Διαφωνούμε με τις ΗΠΑ».  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017