Το ζήτημα της Βορείου Κορέας έχει επανέλθει στο προσκήνιο. Υστερα από λίγες εβδομάδες σχετικής ηρεμίας, η Πιονγιάνγκ προχώρησε σε δοκιμή διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου, που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

«Θα το φροντίσουμε», είπε χαρακτηριστικά. Το τι εννοεί στην πράξη, βέβαια, παραμένει μυστήριο. Δεν είναι σαφές, δηλαδή, αν η στρατιωτική επιλογή βρίσκεται στο τραπέζι του ή αν τη χρησιμοποιεί μόνο ως θεωρητική απειλή για να ασκήσει πίεση. Και τα δύο σενάρια είναι προβληματικά.

Εάν ο Ντ. Τραμπ είναι διατεθειμένος να προχωρήσει σε στρατιωτικό χτύπημα, η παγκόσμια ειρήνη θα διαταραχτεί. Εάν, από την άλλη, ο Αμερικανός πρόεδρος προσπαθεί μόνο να συνετίσει τον ηγέτη της Βορείου Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν, ο τελευταίος πολύ δύσκολα θα του κάνει τη χάρη.  

Αντίθετα, θα μπορούσε να επιταχύνει την προετοιμασία του με σκοπό την απόκτηση πυρηνικών όπλων και την παραγωγή πυρηνικών κεφαλών. Ένα ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι πόσο κοντά μπορεί να βρίσκεται η Βόρειος Κορέα στην απόκτηση πυρηνικών. Σύμφωνα με την υπουργό Εξωτερικών της Νοτίου Κορέας Κανγκ Κιουνγκ-χα, δεν υπάρχουν «συγκεκριμένα στοιχεία» ότι η Πιονγιάνγκ έχει καταφέρει να προχωρήσει τόσο τεχνολογικά ώστε να είναι σε θέση να τοποθετήσει πυρηνική κεφαλή σε διηπειρωτικό βαλλιστικό πύραυλο.  

Όπως εξήγησε σε συνέντευξή της στο CNN, το τελικό στάδιο δεν έχει ολοκληρωθεί, παρά την επιτευχθείσα πρόοδο, αλλά η γενική ικανότητα της Βορείου Κορέας να εκτοξεύσει πυραύλους που μπορούν να προσεγγίσουν χώρες που βρίσκονται γεωγραφικά μακριά (συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών) προκαλεί σοβαρή ανησυχία.  

ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις έχει δηλώσει δημοσίως πως η Βόρειος Κορέα είχε τη δυνατότητα να χτυπήσει «παντού στον κόσμο». Από την πλευρά του, το Πεντάγωνο έχει δημοσιεύσει επιστολή που ανέφερε ότι «ο μόνος τρόπος εντοπισμού και καταστροφής -με απόλυτη βεβαιότητα- όλων των συνιστωσών των προγραμμάτων πυρηνικών όπλων της Βορείου Κορέας είναι μέσω χερσαίας εισβολής». Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα ενός πολέμου.

Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί εύκολα από τον Ντ. Τραμπ. Η εμπειρία από παρόμοιες απαντήσεις στο Αφγανιστάν το 2001, το Ιράκ το 2003, ακόμη και τη Λιβύη το 2011 αποδεικνύει τα όρια της πραγματικής επιτυχίας. Από μια άλλη οπτική, η αμερικανική κοινή γνώμη δεν θα υποστηρίξει απαραιτήτως μια προληπτική επίθεση. Τα δύο τρίτα των Αμερικανών αντιτίθενται στην επιλογή αυτή με βάση πρόσφατη δημοσκόπηση της «Washington Post».  

Άλλες έρευνες παρουσιάζουν πιο ισορροπημένα αποτελέσματα, όμως αυτά είναι ενδεικτικά της διαιρεμένης αμερικανικής κοινωνίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος στερείται μεγάλης δημοτικότητας στις βασικές ασιατικές χώρες, δηλαδή την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα.  

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝ…  

Η σημερινή κακή πολιτική ατμόσφαιρα και η συνεχής προσωπική αντιπαράθεση μεταξύ Ντ. Τραμπ και Κιμ Γιονγκ Ουν δεν ευνοούν τις διαπραγματεύσεις. Εάν αλλάξει αυτό, η απαισιοδοξία θα δώσει τη θέση της σε περισσότερο ρεαλισμό. Αμερικανοί εμπειρογνώμονες που έχουν συμμετάσχει ή έχουν επίγνωση του περιεχομένου των ανεπίσημων συζητήσεων μεταξύ αξιωματούχων των δύο πλευρών αποκαλύπτουν ότι η Βόρειος Κορέα θα μπορούσε να είναι έτοιμη να ξεκινήσει διερευνητικές επαφές.

Τούτου λεχθέντος, πρέπει να δοθεί ίσως ευκαιρία στον διάλογο, όπως συνέβη και μεταξύ διπλωματών των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν πριν από τη συμφωνία του 2015. Φυσικά, ο διάλογος δεν σημαίνει αυτόματα ότι οι διαφορές θα ξεπεραστούν. Μπορεί, όμως, να αποτελέσει την αρχή μιας ελπιδοφόρας διπλωματικής διαδικασίας.

Όσο περισσότερο η Βόρειος Κορέα συνεργάζεται -αφού λάβει ορισμένες αρχικές εγγυήσεις ασφάλειας- τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να λύσει τα οικονομικά της προβλήματα. Για να γίνει αυτό, βέβαια, η χώρα θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί στρατιωτικά τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017