Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε την διεξαγωγή πρόωρων Προεδρικών και Βουλευτικών εκλογών στις 24 Ιουνίου 2018, οι οποίες θα λάμβαναν χώρα κανονικά τον Νοέμβριο του 2019. Η ιδέα διεξαγωγής πρόωρων εκλογών είχε διατυπωθεί την προηγούμενη μέρα από τον Μπαχτσελί, τον ηγέτη του εθνικιστικού κόμματος και εκλογικού συμμάχου του Ερντογάν. Εξετάζοντας κανείς τα κίνητρα πίσω από αυτήν την αιφνιδιαστική απόφαση του Τούρκου Προέδρου για την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, μπορεί να εντοπίσει τέσσερις κύριους λόγους.

Πρώτος λόγος είναι η επιτακτική ανάγκη επίσπευσης της θέσεως σε ισχύ των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που εγκρίθηκαν από το περσινό δημοψήφισμα, οι οποίες δίνουν ευρύτατες αρμοδιότητες και ελευθερίες στον Πρόεδρο.

Δεύτερος λόγος είναι η αρνητική πορεία της τουρκικής οικονομίας, την οποία τουρκική κυβέρνηση προσπαθεί να κρατήσει σε τροχιά ανάπτυξης με μια σειρά τονωτικών ενέσεων και κρατικά χρηματοδοτούμενων δημόσιων έργων, χωρίς να προσπαθεί να επιλύσει τα διαχρονικά προβλήματα της οικονομίας τα οποία απαιτούν βαθιές διαθρωτικές αλλαγές.

Τρίτος λόγος, πίσω από αυτή την ξαφνική απόφαση του Προέδρου Ερντογάν, είναι ο αιφνιδιασμός των εσωτερικών πολιτικών του αντιπάλων με σκοπό να τους στερήσει τον χρόνο για να συντονιστούν και να συνεργαστούν εναντίον του στις εκλογές, αλλά και να προφυλαχθεί από πιθανούς εσωκομματικούς εκκολαπτόμενους ανταγωνιστές που θα μπορούσαν να εμφανιστούν στο πολιτικό προσκήνιο στον περίπου ενάμισι χρόνο που κανονικά απέμενε μέχρι τις εκλογές.

Τέλος, ως τέταρτος λόγος μπορεί να χαρακτηριστεί η γενικευμένη αστάθεια στην γεωπολιτική περιοχή πέριξ της Τουρκίας – στην πρόκληση της οποίας έχει συμμετάσχει ενεργά, σε μεγάλο βαθμό, η ίδια η Άγκυρα–, αλλά και οι δεινότατες σχέσεις της τόσο με την Αμερική, όσο και με την Ε.Ε..

Η Τουρκία έχει εγκλωβιστεί πολιτικά στο εσωτερικό και στο εξωτερικό σε μια άκρως επιθετική, εθνικιστική, λαϊκίστική και συγκρουσιακή ρητορική, την οποία ο Ερντογάν δεν δύναται να εγκαταλείψει χωρίς σημαντικότατο πολιτικό κόστος.

Σε ένα υποθετικό σενάριο δηλαδή, που ο Ερντογάν θα έπρεπε να υποχωρήσει σε κάποιο ευαίσθητο ζήτημα για να βελτιώσει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ή ακόμα και για να αποφύγει ένα θερμό επεισόδιο στην Συρία ή το Αιγαίο, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με το κοινό αίσθημα, το οποίο ο ίδιος έχει καλλιεργήσει, και θα αναγκαζόταν να επωμισθεί τεράστιο πολιτικό κόστος ή να κλιμακώσει περαιτέρω την στάση του. Βέβαια, παραμένει τουλάχιστον αμφίβολο το κατά πόσο ο Ερντογάν θέλει να εγκαταλείψει αυτή την ρητορική, η οποία συνάδει με το γενικότερο αφήγημα και όραμα του για την παλινόρθωση μιας νέας ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι το κλίμα στο εσωτερικό της Τουρκίας, μέχρι τις εκλογές θα παραμείνει τεταμένο, ιδιαίτερα αν καταφέρουν να συσπειρωθούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης ή αν εμφανιστεί ένας υποψήφιος προερχόμενος από το κόμμα του Ερντογάν – κάτι το εξαιρετικά δύσκολο δεδομένης της ελάχιστης χρονικής περιόδου μέχρι τις εκλογές. Η εσωτερική ένταση στην Τουρκία είναι βέβαιο πως θα συνεχίσει να επηρεάζει σημαντικά την ανησυχητική κατάσταση στο Αιγαίο.

*Ο Δημοσθένης Δ. Δημόπουλος είναι Διεθνολόγος-Γεωπολιτικός Αναλυτής και Συντονιστής της Ερευνητικής Ομάδας Εξωτερικής Πολιτικής, Άμυνας & Ασφάλειας του Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης του Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων.