«Η Τουρκία είναι αιχµάλωτη των φιλοδοξιών τού προέδρου της και µιας σειράς εντάσεων στα σύνορά της», έγραφε η παρισινή «Le Monde» την περασµένη Τετάρτη, τονίζοντας ότι στην Τουρκία έχει επικρατήσει το Ισλάµ και η δηµοκρατία πεθαίνει. Η ανακοίνωση από τον Ερντογάν για πρόωρη διπλή κάλπη στις 24 Ιουνίου, µε ταυτόχρονες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, «λόγω του πολέµου στη Συρία και της οικονοµικής κατάστασης της χώρας» του, όπως είπε, ήρθε να καταδείξει το µέγεθος των βαρών που τον πιέζουν δραµατικά σήµερα.

Με ανοιχτά µέτωπα σε Ανατολή και ∆ύση, σε κακές σχέσεις µε Ευρωπαίους, Αµερικανούς και Ισραήλ, µε σκληρή αποδοκιµασία του από την Ε.Ε., και µε το ένα πόδι στο ΝΑΤΟ και το άλλο στη Μόσχα, ο «σουλτάνος» προφανώς αντιλαµβάνεται ότι ήρθε η ώρα να παίξει δυνατά το χαρτί της παντοδυναµίας που του δίνει το νέο σύνταγµα, το οποίο εγκρίθηκε µε το δηµοψήφισµα του Απριλίου 2017.

Πρόεδρος χωρίς πρωθυπουργό, αρχηγός κράτους και κυβέρνησης, ο Ταγίπ Ερντογάν θα µπορεί να παίρνει όποιες αποφάσεις κρίνει αυτός απαραίτητες. Ήδη ο Τούρκος πρόεδρος στερεώνει το εθνικιστικό µέτωπο, που συγκεντρώνει τους ισλαµιστές του κόµµατός του, ΑΚΡ, τους ακραίους εθνικιστές του στενού συµµάχου του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, και τους «Γκρίζους Λύκους».

Το κράµα αυτό µαρτυρεί ότι ο ηγέτης των Αδελφών Μουσουλµάνων Ερντογάν έχει µπει σε έναν δρόµο χωρίς επιστροφή, που κοιτάζει προς την Ανατολή. Πολιτικοί αναλυτές σε Ευρώπη και ΗΠΑ εκτιµούν ότι από εδώ και πέρα θα δοκιµαστούν δυνατά οι αντοχές του Ερντογάν στα µεγάλα γεωστρατηγικά «παιχνίδια» στα οποία επιδίδεται στην Εγγύς Ανατολή, µε κέντρο το Κουρδικό, και στις εχθρικές, πλέον, σχέσεις µε τους ∆υτικούς.

Οι ίδιες πηγές, ερµηνεύοντας τη βιαστική απόφασή του για πρόωρες εκλογές, προσθέτουν ότι τώρα ο Ερντογάν, διακατεχόµενος από µεγάλο φόβο µήπως δεν καταφέρει τελικώς να αντέξει το βάρος των επιλογών του, σπεύδει µε τις εκλογές του Ιουνίου να ενισχύσει στο έπακρο τη θέση του µέσα στην Τουρκία.

Στόχος του είναι να µπορεί στο εξής να αντιµετωπίσει «δυναµικά», ως νοµιµοποιηµένος δικτάτορας µε υπερ-εξουσίες, κάθε εσωτερικό αντίπαλο που θα του ζητούσε τον «λογαριασµό» σε περίπτωση τουρκικών απωλειών λόγω των αποφάσεών του. Αντιµέτωπη µε αυτή τη σηµαντική εξέλιξη, η Αθήνα ήδη προσπαθεί να µετρήσει τις διπλωµατικές και αµυντικές κινήσεις της, µε βάση τα ενδεχόµενα που µπορεί να γεννήσει, πρωτίστως στο Αιγαίο, η νέα τουρκική «κατάσταση».

Η ελληνική κυβέρνηση εκτιµά ότι «λογικά» τώρα δεν συµφέρει τον Ερντογάν να προκαλέσει πολεµικό επεισόδιο, καθώς µάλιστα στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο είναι ισχυρή η στρατιωτική παρουσία ∆υτικών χωρών και εκδηλωµένη η πρόθεση της Γαλλίας να στηρίξει την Ελλάδα, αν δεχθεί επίθεση από την Τουρκία.

Από την άλλη πλευρά, όµως, η Αθήνα δεν µπορεί να µην υπολογίσει ότι οι τελευταίες τουρκικές προκλήσεις σηµειώθηκαν παρά το ότι παρασκηνιακά είχε -λέγεται- συµφωνηθεί από τα δύο µέρη «να πέσουν οι τόνοι» στο Αιγαίο, που ετοιµάζεται να υποδεχθεί κύµατα τουριστών στα ελληνικά νησιά, αλλά και στα µικρασιατικά παράλια. Λέγεται µάλιστα, ότι τον τελευταίο καιρό έχει εκδηλωθεί δυσφορία από οικονοµικούς κύκλους της Τουρκίας για την εντεινόµενη επιθετικότητα, κάτι που είχε επισηµανθεί και από τον τουρκικό Τύπο.  

ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ

Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν στο εσωτερικό πολιτικό µέτωπο οδηγεί την Αθήνα να µην αποκλείει την περίπτωση να θελήσει αυτός να παρουσιάσει κάποια «δώρα» στους πιο σκληρούς εθνικιστές συµµάχους του, ως προεκλογικές αποδείξεις της «αποφασιστικότητάς» του απέναντι στην Ελλάδα. Έτσι, υποχρεωτικά, η ελληνική πλευρά διατηρεί την «πορτοκαλί» στρατιωτική ετοιµότητα. Και παράλληλα βρίσκεται σε διαρκή πολιτική επαφή µε Αµερικανούς και Ευρωπαίους, που διαβεβαιώνουν τώρα την Αθήνα ότι «δεν πρόκειται να επιτρέψουν» στους συµµάχους της Μόσχας Τούρκους να κάνουν «κουµάντο» στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 21 Απριλίου 2018