Με την ψήφο τους, οι ίδιοι οι Τούρκοι πολίτες επικύρωσαν τη μετάβαση της χώρας τους στην «ερντογανική» εποχή. Αν και οι εκλογές δεν ήταν δίκαιες και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης παρέμεινε σε ισχύ, ο Τούρκος πρόεδρος είναι τυπικά και ουσιαστικά ο δημοφιλέστερος ηγέτης της χώρας του.

Πλέον, το εκλογικό αποτέλεσμα επικύρωσε την εγκαθίδρυση ενός προεδρικού πολιτεύματος με έντονα ρωσικά χαρακτηριστικά, χωρίς τις δικλίδες ασφαλείας που υπάρχουν στις αντίστοιχες δυτικές δημοκρατίες. Στην ουσία, οι ψηφοφόροι επικρότησαν την περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και τις σοβαρές εκπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ταυτόχρονα, ανοίγει ο δρόμος για την ανάδειξη του ερντογανισμού σε νέα υπέρτατη κρατική ιδεολογία. Εδώ και έναν αιώνα, την πρωτοκαθεδρία κατείχε ο κεμαλισμός, ως ο θεμέλιος λίθος του κράτους. Ταυτόχρονα, η συγκεκριμένη ιδεολογία αναδείχθηκε σε πόλο συσπείρωσης των δυτικόφιλων και των κοσμικών πολιτών, οι οποίοι τη χρησιμοποίησαν ως μέσο για να περιθωριοποιηθούν οι ισλαμιστές και οι –έστω και ολίγον– θεοσεβούμενοι.

Και, φυσικά, η επικράτηση του κεμαλισμού έγινε εφικτή μέσω αυταρχικών πολιτικών, που εφαρμόστηκαν απαρέγκλιτα από την ελίτ της γειτονικής χώρας τα τελευταία 70 χρόνια. Σήμερα, ο πανίσχυρος Ερντογάν διαθέτει τη λαϊκή νομιμοποίηση να αντικαταστήσει τον κεμαλισμό με τον ερντογανισμό, προκειμένου να πετύχει δύο πράγματα: Πρώτον, να γίνει ο ίδιος ο σύγχρονος εθνοπατέρας των Τούρκων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το συμφέρον του έθνους θα ταυτίζεται με το συμφέρον του ηγέτη. Επομένως, όποιος διαφωνεί θεωρείται αυτομάτως εχθρός του έθνους και του προέδρου. Δεύτερον, να αναδειχθεί στον μοναδικό ηγέτη που μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη και την ευημερία του τουρκικού λαού και να προστατεύσει τη χώρα από όσους την επιβουλεύονται.

Αλλωστε, σε όλη την προεκλογική περίοδο ο Ερντογάν καλλιέργησε συστηματικά το σύνδρομο της περικύκλωσης της Τουρκίας από «εχθρικές δυνάμεις της Δύσης, που θέλουν να δουν τη χώρα συρρικνωμένη και ταπεινωμένη». Ο Τούρκος πρόεδρος προβάλλει τον ερντογανισμό ως απάντηση στην αυταρχικότητα του κεμαλισμού και στην περιθωριοποίηση που επέβαλλε επί δεκαετίες στα λαϊκά στρώματα της Ανατολίας. Ομως, εδώ παρατηρείται ένα ιστορικό παράδοξο: ο Ερντογάν αποδομεί τον κεμαλισμό χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα εργαλεία, δηλαδή τον αυταρχισμό και τον αποκλεισμό όσων δεν συμφωνούν μαζί του.

Ετσι, αξιοποιεί τη διαχρονική ανάγκη των Τούρκων να ορκίζονται πίστη σε έναν θεοποιημένο ηγέτη, για να τοποθετήσει τον εαυτό του στο κάδρο του Ατατούρκ. Παρά την ήττα της, η αντιπολίτευση πέτυχε αξιοπρεπείς επιδόσεις. Ο υποψήφιος του CHP, Μουχαρέμ Ιντζέ, κατόρθωσε να σχηματίσει προεκλογική συμμαχία τριών κομμάτων, που στην ουσία δεν είχαν κανένα σημείο σύγκλισης. Με τον τρόπο αυτόν, δημιουργήθηκε μια βάση για την προβολή κοινού αντιπολιτευτικού λόγου, τουλάχιστον εντός της Βουλής. Δυνητικά, αυτή η συνεργασία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε δημοκρατική πλατφόρμα αντιερντογανισμού.

Οι έντονες διαφωνίες μεταξύ του Ερντογάν και των αντιπάλων του κατά τους τελευταίους μήνες δεν αφήνουν περιθώρια για γεφύρωση του χάσματος που χωρίζει τις δύο πλευρές. Ομως, χωρίς αμφιβολία, χρειάζεται και η συνδρομή του φιλοκουρδικού κόμματος HDP για να διαμορφωθεί ένα ισχυρό αντιπολιτευτικό μπλοκ. Σε ό,τι αφορά τα Ελληνοτουρκικά, η κατάσταση αναμένεται να παραμείνει ίδια. Αλλωστε, οι τουρκικές διεκδικήσεις δεν ταυτίζονται με πρόσωπα και ηγεσίες. Μπορεί να αλλάζει ο βαθμός της έντασης, όμως τα αιτήματα της άλλης πλευράς παραμένουν διαχρονικά αμετάβλητα: η συνδιαχείριση του Αιγαίου, η θεωρία περί γκρίζων ζωνών και η αμφισβήτηση της ΑΟΖ σε Καστελλόριζο και Κύπρο αποτελούν μόνιμες «εκκρεμότητες», κατά την Αγκυρα.

Βέβαια, οι ενεργειακές εξελίξεις στη Μεσόγειο και η κομβική θέση της Κύπρου αποτελούν τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο του Ερντογάν, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να ανατραπεί η επικρατούσα κατάσταση στον κυπριακό χώρο, τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκε μετά την εισβολή του 1974.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει η Ελλάδα είναι η «φινλανδοποίηση». Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Φινλανδία χάρασσε την εξωτερική πολιτική της με βάση τις επιθυμίες της γειτονικής Σοβιετικής Ενωσης και με γνώμονα τον φόβο που προκαλούσε ο ισχυρός της γείτονας. Αντίστοιχα, η Αγκυρα θα αφήνει περιθώριο για πιθανό θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, ελπίζοντας να υποχρεώσει την Αθήνα να προσαρμόσει την πολιτική της με βάση τις τουρκικές επιθυμίες. Ως η παλαιότερη χώρα της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ στην περιοχή, η Ελλάδα οφείλει να αναδείξει τη γεωπολιτική της αξία.

Να πείσει τους εταίρους και συμμάχους της ότι είναι πάροχος ασφάλειας και σταθερότητας, όχι καταναλωτής. Για να το πετύχει, χρειάζεται να παρουσιάσει διεθνώς ένα συγκροτημένο σχέδιο για την αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ανατολικής Μεσογείου. Πριν από μία δεκαετία, η χώρα μας πρωταγωνιστού σε στις διασκέψεις για τη Μέση Ανατολή, για τα Βαλκάνια, για το μέλλον της ίδιας της Ευρώπης. Σήμερα, δυστυχώς, έχουμε χάσει τον περιφερειακό μας ρόλο. Ας είναι η άνοδος του Ερντογάν η αφορμή για να επανασχεδιάσει η Ελλάδα μια θαρραλέα και ενεργητική εξωτερική πολιτική, με κύριο άξονα τη μετατροπή των νέων της συμμαχιών σε στρατηγικές (π.χ. με το Ισραήλ και την Αίγυπτο). Ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται να κλείνει τους λογαριασμούς του στο εσωτερικό, γεγονός που θα του επιτρέψει να αφιερώσει περισσότερη ενέργεια στα εξωτερικά μέτωπα. Ο χρόνος για την Αθήνα ήδη μετρά αντίστροφα.  

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 7/72018