Στις κάλπες προσέρχονται οι πολίτες των ΗΠΑ στις λεγόμενες ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση του συνόλου της Βουλής των Αντιπροσώπων και μέρους της Γερουσίας. Παράλληλα, εκλέγονται κυβερνήτες σε αρκετές Πολιτείες της χώρας.

Οι εκλογές είναι χωρίς αμφιβολία δημοψήφισμα για τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και την πολιτική του, αν και ο πιο σωστός όρος στην περίπτωσή του είναι «δημοψήφισμα για την εκρηκτική του προσωπικότητα». Συνήθως οι ενδιάμεσες εκλογές είναι αυτές στις οποίες οι πρόεδροι χάνουν τον έλεγχο του Κογκρέσου και η πολιτική τους ζωή γίνεται πιο δύσκολη τα επόμενα δύο χρόνια. 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι Δημοκρατικοί έχουν βάλει πολύ ψηλά τον πήχυ των προσδοκιών. Για να καταφέρουν βέβαια να φρενάρουν τον πρόεδρο Τραμπ πρέπει να πάρουν τον έλεγχο και των δύο Σωμάτων. Εάν τα καταφέρουν θα μπορούν για παράδειγμα να μπλοκάρουν μελλοντικές προτάσεις του προέδρου για διορισμό στο Ανώτατο Δικαστήριο (ήδη διορίστηκε με κόπο ένας δικαστής) ή/και ανώτατου αξιωματούχου στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Είναι γνωστό ότι όλα τα πρόσωπα που προτείνει ο πρόεδρος περνούν τη «βάσανο» της ακρόασης από τη Γερουσία.

Δυστυχώς για τους Δημοκρατικούς οι πιθανότητες να ελέγξουν τη Γερουσία είναι περιορισμένες, δεδομένου ότι οι Ρεπουμπλικάνοι «υπερασπίζονται» μόλις 9 έδρες και οι Δημοκρατικοί 26 έδρες. Σήμερα οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν την πλειοψηφία στο Σώμα: 51 έδρες, έναντι 47 των Δημοκρατικών και δύο ανεξάρτητοι. Σημειώνεται ότι για την καθαίρεση του προέδρου απαιτείται πλειοψηφία 2/3 στη Γερουσία.

Καλύτερη είναι η εικόνα και οι πιθανότητες να ελέγξουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου η θητεία είναι διετής και ανανεώνεται πλήρως. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν και εκεί την πλειοψηφία: 240 έδρες, έναντι 195 των Δημοκρατικών με την απόλυτη πλειοψηφία στις 218 έδρες.

Οι αμερικανοί ψηφοφόροι δυσκολεύονται να αλλάξουν τον βουλευτή τους μετά από δύο χρόνια, επομένως οι πιθανότητες των Δημοκρατικών έχουν περισσότερο να κάνουν με τις έδρες που διεκδικούν νέοι υποψήφιοι. Συνολικά, 39 βουλευτές των Ρεπουμπλικάνων αποχωρούν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, επειδή δεν άντεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ, και μπήκαν νέοι στην κούρσα. Σε πολιτείες όπως η Φλόριντα και η Πενσιλβάνια, τα πράγματα μοιάζουν καλά για το κόμμα των Δημοκρατικών.

Υπάρχουν και οι εκλογές για νέους κυβερνήτες σε πολλές Πολιτείες. Εκεί επίσης τα πράγματα είναι κρίσιμα για τους Δημοκρατικούς, αφού οι κυβερνήτες έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν πολιτικές ακόμα και αντίθετες στη βούληση του Τραμπ, όπως για την κλιματική αλλαγή ή το σύστημα περίθαλψης.

Ο Τραμπ «όργωσε» κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία στιγμή τη χώρα με ομιλίες στις οποίες τόνισε ότι στην κάλπη «κρίνονται τα πάντα». Έδωσε έμφαση στα ίδια ζητήματα με εκείνα του 2016, το μεταναστευτικό, τον «σοσιαλισμό» που απειλούν να φέρουν οι Δημοκρατικοί, προβάλλοντας τις καλές επιδόσεις της οικονομίας.

Οι Δημοκρατικοί στηρίχθηκαν στον Ομπάμα. Ο τέως πρόεδρος είναι δημοφιλής και η παρουσία του είχε ως στόχο να κινητοποιήσει κυρίως τους νέους να προσέλθουν στις κάλπες. Ο τέως πρόεδρος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη ενότητας των Αμερικανών, «δείχνοντας» τον εμπρηστικό και διχαστικό λόγο του Τραμπ. Βέβαια, η παρουσία του τέως ενοίκου του Λευκού Οίκου έχει και μια άλλη ανάγνωση: την απουσία ενός φρέσκου προσώπου που θα διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ το 2020.