Στη συμφωνία για το Brexit παίζεται το πολιτικό μέλλον της Τερέζα Μέι, καθώς πέρασε μεν το σκόπελο του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά τα χειρότερα έρχονται. Το παράδεχθηκε άλλωστε και η ίδια.

Το Υπουργικό στο οποίο εγκρίθηκε το σχέδιο με τις Βρυξέλλες, συνεδρίαζε για πάνω από πέντε ώρες (η συνεδρίαση είχε προγραμματιστεί να έχει διάρκεια δύο ώρες) και η πρωθυπουργός δήλωσε στη συνέχεια ότι πιστεύει «με το μυαλό και όλη της την καρδιά» ότι είναι η καλύτερη συμφωνία. Το δίλημμα που έθεσε ήταν ξεκάθαρο: ή θα πάρουμε αυτή τη συμφωνία που σας έφερα ή δεν θα υπάρξει Brexit.

Ουσιαστικά πέταξε το γάντι στους «σκληρούς» των Συντηρητικών, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αν απορρίψουν αυτό που συμφώνησε, τότε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα φύγει από την ΕΕ.  

Ο βρετανικός Τύπος είναι χαρακτηριστικός στα πρωτοσέλιδά του:

Δεν φαίνεται να έπεισε τους πάντες ακόμα και εντός του Υπουργικού, αφού εκφράστηκαν έντονες επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Από τουλάχιστον ένα μέλος του υπουργικού τέθηκε ζήτημα ψηφοφορίας, αλλά τελικά η πρωτοβουλία αυτή απορρίφθηκε. Το πρωί της Πέμπτης παραιτήθηκε και ένας υφυπουργός αρμόδιος για τη Βόρειο Ιρλανδία.

Η Μέι έσπευσε, πάντως, να διευκρινίσει ότι η απόφαση να δοθεί το «πράσινο φως» στη συμφωνία με τις Βρυξέλλες ήταν συλλογική. «Μπροστά μας έχουμε δύσκολες μέρες, γιατί η συμφωνία (σ.σ. πρόκειται για ένα κείμενο 585 σελίδων) θα μπει στο μικροσκόπιο. Και αυτό είναι απόλυτα κατανοητό» δήλωσε η Βρετανίδα πρωθυπουργός.

Πράγματι, τα δύσκολα για την Μέι που δεν έχει καν την πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων είναι μπροστά. Δεν φτάνει να πείσει τους Συντηρητικούς βουλευτές, αλλά και τους συναδέλφους της από το Συντηρητικό DUP της Βορείου Ιρλανδίας που στηρίζουν την κυβέρνηση.

Και μιλώντας για τη Βόρειο Ιρλανδία. Το ζήτημα της περιοχής αυτής και των «μοιραίων» εξωτερικών συνόρων με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας αποδείχθηκε το δυσκολότερο μέρος της συμφωνίας. Τόσο το Λονδίνο όσο και οι Βρυξέλλες (από κοντά ασφαλώς και το Δουβλίνο) είχαν από την αρχή συμφωνήσει ότι δεν πρέπει να μπουν σύνορα στην Ιρλανδία. Δεν είναι μόνο οι εμπορικές, οικονομικές και διαπροσωπικές σχέσεις Ιρλανδών και Βορειοϊρλανδών, είναι και η ίδια η ειρήνη στη Βόρειο Ιρλανδία που με κόπο εξασφαλίστηκε πριν από 20 χρόνια με τη Συμφωνία Ειρήνης, γνωστή ως Good Friday Agreement.

Λονδίνο και Βρυξέλλες συμφώνησαν να δημιουργήσουν μία επιτροπή που θα εξετάσει το μελλοντικό καθεστώς της περιοχής με βασικό μέλημα να μην υπάρξουν σύνορα. Η Επιτροπή αυτή θα έχει στη διάθεσή της μέχρι το Δεκέμβριο του 2020.

Τα μέλη της Επιτροπής θα είναι Βρετανοί, κοινοτικοί και ανεξάρτητοι. Στο μεσοδιάστημα, δηλαδή από τον Μάρτιο του 2019, οπότε επέρχεται το «διαζύγιο» μέχρι τα τέλη του 2020 όλη η Βρετανία θα παραμείνει στην Τελωνειακή Ένωση. Ήταν η χρυσή τομή, προκειμένου και τα δύο μέρη (ΕΕ και Ηνωμένο Βασίλειο) να είναι ικανοποιημένα. Aν όμως δεν υπάρξει συμφωνία για την περίπτωση της Β.Ιρλανδίας, τότε θα μπουν σύνορα έως ότου υπάρξει λύση. Εναλλακτικά, η Βρετανία μπορεί μέχρι την 1η Ιουλίου 2020 να ζητήσει παράταση της μεταβατικής περιόδου για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. 

Αυτό όμως είναι το πρόβλημα για τους φανατικούς του Brexit: Η Βρετανία δεν έχει το δικαίωμα να αποχωρήσει μονομερώς από την Επιτροπή. Ούτε εξαρτάται απόλυτα από την ίδια η όποια συμφωνία για το θέμα της Βορείου Ιρλανδίας. Ουσιαστικά –φοβούνται οι «σκληροί»- η χώρα εγκλωβίζεται στην Τελωνειακή Ένωση.

Θεωρητικά το DUP με τις 10 απαραίτητες για την Τερέζα Μέι έδρες, θα πρέπει να είναι ικανοποιημένο από τη συμφωνία για τη Βόρειο Ιρλανδία, αφού η μετακίνηση των αγαθών θα γίνεται χωρίς με τους ελέγχους που έτσι κι αλλιώς ισχύουν βάσει της Συμφωνίας Ειρήνης που υπογράφηκε το 1998. Αλλά προς το παρόν, δεν δείχνουν τον ενθουσιασμό τους.

Στο Δουβλίνο υπάρχει ικανοποίηση που το «σκληρό σύνορο» απομακρύνθηκε για την ώρα. Κυρίως υπάρχει ικανοποίηση που δεν μπορεί μονομερώς το Λονδίνο να αποχωρήσει από την Επιτροπή.

Σε άλλα σημαντικά ζητήματα: Οι κοινοτικοί που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο (σπουδές, εργασία, μέλη των οικογενειών τους, θέματα περίθαλψης κλπ) διασφαλίζονται, αυτό ήταν επίσης ένα βασικό ζήτημα, αλλά είχε αντιμετωπιστεί σε θετικό κλίμα από τα πρώτα στάδια των διαπραγματεύσεων. Αυτό αφορά όσους ζουν εκεί μέχρι τον Μάρτιο του 2019 (η ημερομηνία του διαζυγίου) και όσους σπεύσουν στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

Όσο για τον «λογαριασμό του διαζυγίου». Και εκεί υπήρξε συμφωνία, που σίγουρα θα βρει αντιστάσεις. Η Βρετανία θα εξακολουθήσει να συνεισφέρει με 7 δισ. ευρώ ετησίως στον κοινοτικό προϋπολογισμό για τα επόμενα δύο χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2021. Συνολικά, το Λονδίνο θα πρέπει να πληρώσει περί τα 50 δισ. ευρώ.

Για το City του Λονδίνου, η συμφωνία δίνει στο πανίσχυρο χρηματοπιστωτικό-επιχειρηματικό κέντρο της βρετανικής πρωτεύουσας το βασικό επίπεδο πρόσβασης στις αγορές της ΕΕ, αντίστοιχη με την πρόσβαση που έχουν αμερικανικές και ιαπωνικές εταιρείες. Ως εκεί.

Η μεταβατική περίοδος έχει κόστος για την κυβέρνηση στη Βρετανία, αφού η χώρα αναγκάζεται να τηρεί την κοινοτική νομοθεσία. Προσφέρει όμως και ανακούφιση σε τομείς της οικονομίας, λόγω της πρόσβασης στην Ενιαία Αγορά.

Αναβρασμός και προβληματισμός

Αλλά στις τάξεις των συντηρητικών βουλευτών και υπουργών ο αναβρασμός είναι έντονος. Ακόμα και κορυφαίοι υπουργοί της Τερέζα Μέι ομολογούν ότι δεν θα ήταν περίεργο αν στη Βουλή των Κοινοτήτων παρουσιαζόταν πρόταση μομφής κατά της πρωθυπουργού. Για να κατατεθεί πρόταση μομφής χρειάζονται 48 βουλευτές. Και δεν είναι δύσκολο να βρεθούν…

Αλλά και η Νίκολα Στέρτζεον της σκωτσέζικης κυβέρνησης δηλώνει εξοργισμένη. «Στο κείμενο δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά στη Σκωτία και αυτό μας βάζει σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Η πρωθυπουργός είναι προφανές ότι δεν έχει τη στήριξη της κυβέρνησής της και θα παλέψει να βρει βουλευτές για να ψηφίσουν τη συμφωνία.»

Η Στέρτζεον απέρριψε το δίλημμα «Αυτή η συμφωνία ή καθόλου συμφωνία» και κάλεσε το Λονδίνο να επιστρέψει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, σε περίπτωση που η Βουλή των Κοινοτήτων απορρίψει το κείμενο.

Ούτε ο επικεφαλής των Εργατικών, Τζέρεμι Κόρμπιν, εμφανίζεται ευχαριστημένος. Το κόμμα έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα στηρίξει την πρόταση στη Βουλή.

Προς το παρόν, η στρατηγική της Μέι είναι να εκμεταλλευθεί το momentum: Έχει τη στήριξη της κυβέρνησής της (έστω και με τον τρόπο που την εξασφάλισε) και αναμένει τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ περί τα τέλη του μήνα. Εκεί -εκτός απροόπτου- οι «27» θα πουν το «ναι» στο διαζύγιο.

ΕΕ: Ικανοποίηση και χαμηλοί τόνοι

Ο Γάλλος Μισέλ Μπαρνιέ που έκανε τη διαπραγμάτευση για λογαριασμό της ΕΕ, καλωσόρισε τις εξελίξεις. Τόνισε δε ότι όλα έγιναν με διαφάνεια. Αλλά και ο φιλελεύθερος Γκι Φερχόφστατ δήλωσε ικανοποιημένος, εκφράζοντας την ευχή «μια μέρα το Ηνωμένο Βασίλειο να επιστρέψει».

Σε νεότερες δηλώσεις μαζί με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, ο Μπαρνιέ έσπευσε να προειδοποιήσει ότι ακόμα έχουμε δρόμο μπροστά μας. Ο Τουσκ συνεχάρη τον Μπαρνιέ για την προσπάθεια που έκανε, αλλά έσπευσε να σημειώσει ότι από την πρώτη στιγμή το όλο ζήτημα της διαπραγμάτευσης είχε να κάνει με τη «διαχείριση μιας ζημιάς».

Πάντως αν κάποιοι ακόμα χάρηκαν με τη συμφωνία, αυτοί ήταν οι Ισπανοί με το θέμα του Γιβραλτάρ: Η συμφωνία προβλέπει τη δημιουργία τριών ισπανο-βρετανικών επιτροπών για την επίλυση θεμάτων, όπως τα δικαιώματα των εργαζομένων (μεταξύ αυτών και 10.000 Ισπανοί) που περνούν καθημερινά τα σύνορα για να εργαστούν στον «Βράχο», την προστασία του περιβάλλοντος και τα ζητήματα ασφάλειας και εμπορίου.